Περίληψη: το δικαστήριο έκρινε ότι συγκεκριμένη δημόσια δήλωση διευθυντή καταστήματος αθλητικών ειδών προσβάλλει άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, αυτή η στάση του εργαζόμενου εναντιώνεται στην πολιτική της εταιρείας και η εξ αυτού του λόγου απόλυσή του δεν είναι καταχρηστική.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 250/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Γεώργιο Βώττη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Σοφία Τσαγκαροπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του τη 12η Οκτωβρίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ενάγοντος: ……………… του …………….., κατοίκου ………………… Θεσσαλονίκης [οδ. …………. αρ……..], ο οποίος εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Γεωργαντίδη.
Της εναγόμενης: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΛΙΑΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΕΙΔΩΝ ΕΝΔΥΣΗΣ ΥΠΟΔΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ», η οποία έχει την έδρα της στο …………………….. Αττικής [οδ. ……………. αρ……….], εκπροσωπείται νόμιμα, και εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Πουλόπουλο.
Ο ενάγων ζητά να γίνει δεκτή η από 20.7.2021 αγωγή του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../……../2021, προσδιορίσθηκε κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα μνημονεύονται σε αυτές και στα πρακτικά.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
- Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο στενός προσωπικός δεσμός που υπάρχει μεταξύ των μερών στη σύμβαση εργασίας και η απαιτούμενη για την ομαλή εκτέλεση της διαρκής προσωπική συνεργασία καθιστούν εντονότερη και την επιβαλλόμενη από την καλή πίστη υποχρέωση των συμβαλλόμενων μερών να λαμβάνουν υπόψη τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Το στοιχείο ακριβώς αυτό αποτυπώνεται στο περιεχόμενο και την έκταση των παρεπόμενων υποχρεώσεων που βαρύνουν τόσο τον εργαζόμενο όσο και τον εργοδότη. Η σύμβαση εργασίας συνεπάγεται αυξημένες, σε σχέση με άλλες ενοχικές σχέσεις, δυνατότητες επέμβασης στη σφαίρα του άλλου, όπως και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, άρα απαιτεί και αυξημένη πίστη που εκδηλώνεται με την αναγνώριση σαφώς εντονότερων, σε σύγκριση με άλλες συμβάσεις, παρεπόμενων υποχρεώσεων. Τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία περιγράφουν το σύνολο των παρεπόμενων υποχρεώσεων του εργαζομένου συνοπτικά με τον όρο «υποχρέωση πίστης»: «Εκ της φυσεως της συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας, διεπομένης εκ των εν άρθροις 200 και 288 ΑΚ καθιερουμένων αρχών της καλής πίστεως, εντονώτερον άλλων συμβάσεων, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των συναλλακτικών ηθών, δημιουργείται διαρκής σχέσις προσωπικής συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, εξ ής προκύπτουν παρεπόμενοι υποχρεώσεις του εργαζομένου, αίττνες εν τω συνόλω των αποτελούν την υποχρέωστν πίστεως». Υποχρεώσεις πίστης βαρύνουν βασικά και τα δύο μέρη της σύμβασης. Για το χαρακτηρισμό των αντίστοιχων υποχρεώσεων του εργοδότη χρησιμοποιείται ο όρος «υποχρέωση πρόνοιας». Οι υποχρεώσεις πίστης του μισθωτού διαφέρουν από τις υποχρεώσεις πίστης του εταίρου ή του εντολοδόχου. Αλλά και μεταξύ των προσώπων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία οι υποχρεώσεις πίστης διαφέρουν ανάλογα με το είδος της σύμβασης εργασίας και τη θέση που κατέχει ο εργαζόμενος στην επιχείρηση. Ο διευθύνων υπάλληλος δεν έχει τις ίδιες δεσμεύσεις με έναν απλό εργάτη. Πάντως, σε κάθε δε περίπτωση, οι υποχρεώσεις πίστης δεν συνεπάγονται τη δέσμευση του εργαζομένου να διαφυλάττει με όλες του τις δυνάμεις τα συμφέροντα του εργοδότη και να παραλείπει οποιαδήποτε ενέργεια που μπορεί να βλάψει τα συμφέροντα αυτά, όπως πρέσβευε για μεγάλο διάστημα η γερμανική επιστήμη, η οποία επηρέασε και την ελληνική. Οι επιταγές της καλής πίστης, εκδήλωση των οποίων αποτελούν οι υποχρεώσεις πίστης του μισθωτού, δεν απαιτούν από αυτόν, όπως δεν απαιτούν από κανένα μέρος, να παραιτηθεί από την ικανοποίηση και προστασία των δικών του συμφερόντων για μόνο το λόγο ότι παραβλάπτονται τα συμφέροντα του άλλου μέρους. Η υποχρέωση του εργαζομένου να διαφυλάσσει τα συμφέροντα του εργοδότη δεν σημαίνει την άνευ όρων υποχώρηση των δικών του συμφερόντων. Ο εργαζόμενος δεν εμποδίζεται να προστατεύσει και να προωθήσει τα δικά του συμφέροντα με θεμιτά μέσα, ακόμη και αν οι ενέργειές του προς την κατεύθυνση αυτή βλάπτουν τα συμφέροντα του εργοδότη. Έτσι, δεν εμποδίζεται να αναγγείλει στον ασφαλιστικό οργανισμό την απασχόλησή του παρά την τυχόν αντίθεση του εργοδότη, να διεκδικήσει κεκτημένα δικαιώματά του, να μηνύσει τον εργοδότη για καθυστέρηση αποδοχών, να τον καταγγείλει για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας σχετικές με τα μέτρα ασφάλειας ή για μόλυνση του περιβάλλοντος κ.α., ή να ιδρύσει με άλλους ή να προσχωρήσει σε επαγγελματικό σωματείο. Ο προσδιορισμός του περιεχομένου και των ορίων της επιβαλλόμενης από την καλή πίστη υποχρέωσης του εργαζομένου, όπως και κάθε συμβαλλομένου, να λαμβάνει υπόψη τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους, θα γίνει μέσα από μια στάθμιση των συγκρουόμενων συμφερόντων. Τη στάθμιση αυτή απαιτεί η καλή πίστη με στόχο «την εξισσορόπησιν των εν ανταγωνισμώ) συμφερόντων». Αντικειμενικά κριτήρια για την αξιολόγηση και στάθμιση των ανατιθέμενων συμφερόντων παρέχουν, εκτός των άλλων, τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα. Τα συνταγματικά δικαιώματα εκφράζουν θεμελιώδεις αξιολογικές αποφάσεις της καθόλου έννομης τάξης που ισχύουν σε όλες τις περιοχές του δικαίου, δημοσίου και ιδιωτικού. Η συγκεκριμενοποίηση του περιεχομένου και της έκτασης των υποχρεώσεων που επιβάλλει η καλή πίστη στο μισθωτό θα χωρήσει υπό το φως των αξιολογήσεων αυτών, οι οποίες και συγκαθορίζουν αποφασιστικά το περιεχόμενο της γενικής ρήτρας. Η σύμβαση εργασίας και οι υποχρεώσεις του εργαζομένου που απορρέουν από αυτή αναπτύσσουν μια περιοριστική συνταγματικά κατοχυρωμένων ελευθεριών λειτουργία. Και αυτές οι ελευθερίες όμως, όπως π.χ. η ελευθερία γνώμης, η επαγγελματική ελευθερία κ.α., θέτουν, με τη σειρά τους, όρια στις συμβατικές του υποχρεώσεις και ειδικότερα στις υποχρεώσεις πίστης που τον βαρύνουν. Μεταξύ τους υπάρχει σχέση αλληλεπίδρασης. Όποιος αγνοεί ή αρνείται την αλληλεπίδραση αυτή και αντί να επιχειρήσει μια στάθμιση των ανατιθέμενων συμφερόντων δίνει a priori το προβάδισμα στα συμφέροντα του εργοδότη, την προστασία των οποίων η υποχρέωση πίστης υπηρετεί, κινδυνεύει να καταλήξει σε υπέρμετρους περιορισμούς των ατομικών ελευθεριών του εργαζομένου. Η γερμανική νομολογία προσφέρει αρκετά χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων υπέρμετρων περιορισμών [Otto, Personale Freiheit und soziale Bindung, σελ.82 επ/S. Simitis, Die verordnete Sprachlosigkeit: Das Arbeitsverhaltnis als Kommunikationsbarriere, Festschrift fur Simon, σελ.332επ’ Schwerdtner, JZ 1973.377επ.]. Εκτός από τα συνταγματικά δικαιώματα, αντικειμενικά κριτήρια για τη στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των μερών της εργασιακής σχέσης παρέχει και η επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας [άρθρο 25 παρ.1 Συντάγματος]. Η αρχή αυτή επιβάλλει μεταξύ περισσότερων μέσων εξίσου πρόσφορων να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές για το άλλο μέρος. Η αδικαιολόγητη επιλογή του επαχθέστερου για τον αντισυμβαλλόμενο μέσου δεν συνάδει με τις επιταγές της καλής πίστης [βλ. για τα προαναφερόμενα Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο, 5η έκδ.2022 παρ.17.σ.813-819].
- Σύμφωνα με την ως άνω σκέψη η σύμβαση εργασίας θέτει περιορισμούς στην ελευθερία γνώμης του εργαζομένου. Η επίκλησή της από τον εργαζόμενο δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση παροχής εργασίας. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο εργαζόμενος δεν επιτρέπεται να διακόψει την εργασία του, προκειμένου να συμμετάσχει σε μια συζήτηση με άλλους συναδέλφους του ή τρίτους ή σε μια διαδήλωση που γίνεται έξω από την επιχείρηση. Αμφισβητήσεις και διαφωνίες υπάρχουν ως προς την έκταση και τα όρια των περιορισμών της ελευθερίας γνώμης που θέτουν η σύμβαση εργασίας και οι απορρέουσες από αυτήν παρεπόμενες υποχρεώσεις [για το ζήτημα αυτό Λεβέντη, ΔΕΝ 1985.11΄ Κρίππα, Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου 1994.84 Ζερδελή, Η απόλυση ως ultima ratio, σελ.41-42]. Ο προσδιορισμός, κατ’ επίδραση της γερμανικής επιστήμης, του περιεχομένου της υποχρέωσης πίστης με τέτοια ευρύτητα, ώστε να υποστηρίζεται ότι «εκ της υποχρεώσεως πίστεως ο εργαζόμενος οφείλει να φροντίζη δια τα συμφέροντα του εργοδότου και να παραλείπη πάσαν πράξιν δυναμένην να βλάψη τα υλικά ή ηθικά συμφέροντα αυτού» [Καποδίστριας, Ερμηνεία Αστικού Κώδικα άρθρο 652 αριθμός 104], έχει αναμφίβολα ως συνέπεια και τη διόγκωση των περιορισμών της ελευθερίας γνώμης του εργαζομένου, ιδίως μέσα στο χώρο της επιχείρησης. Η γερμανική νομολογία, υιοθετώντας ακριβώς τον παραπάνω ορισμό της υποχρέωσης πίστης, διατύπωσε θέσεις που ουσιαστικά απαιτούσαν από τον εργαζόμενο, με την είσοδο στο χώρο εργασίας, να παραιτηθεί από το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης και διάδοσης των απόψεών του. Η ελευθερία γνώμης σταματούσε στην πύλη του εργοστασίου. Οι θέσεις αυτές αποδοκιμάσθηκαν έντονα από μερίδα της θεωρίας και σήμερα έχουν, σε μεγάλο βαθμό, εγκαταλειφθεί [βλ. την απόφαση 12.1.2006 του γερμανικού Εργατικού Ακυρωτικού, ΑΡ Νr.53§1 KSchG Verhaltensbedingte Kundigung]. Η εκμετάλλευση δεν είναι μια ουδέτερη ζώνη, μακριά από αντιπαραθέσεις και διαφωνίες που μπορούν να προκαλέσουν η έκφραση και η διάδοση απόψεων σε κοινωνικά, πολιτικά κ.λπ. ζητήματα. Αξιώνοντας η γερμανική νομολογία και οι υποστηρικτές της, με επίκληση της υποχρέωσης πίστης, ένα απόλυτο προβάδισμα των συμφερόντων του εργοδότη, παρέβλεπαν ότι η καλή πίστη επιβάλλει στα μέρη της εργασιακής σχέσης αμοιβαίες υποχρεώσεις, ότι υποχρεώνει και τον εργοδότη να σέβεται την ελευθερία γνώμης του εργαζομένου ως συστατικό στοιχείο της προσωπικότητάς του, ότι οφείλει, κατά το δυνατόν, να ανέχεται και απόψεις που θα τις χαρακτήριζε κανείς ως ακραίες, όπως και την κριτική στην ακολουθούμενη από αυτόν επιχειρηματική πολιτική. Μεταξύ της ελευθερίας γνώμης και των περιοριστικών αυτής νόμων, επομένως και των υποχρεώσεων που αντλούνται από την καλή πίστη [288 Αστικού Κώδικα], υπάρχει μια αλληλεπίδραση. Αυτό σημαίνει τη στάθμιση της ελευθερίας γνώμης με τα εργοδοτικά συμφέροντα που υπηρετεί ο περιορισμός της, η οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ιδιαίτερο αξιολογικό περιεχόμενο της ελευθερίας αυτής και τη σημασία που έχει για μια φιλελεύθερη δημοκρατία [ErfK/Dieterich, 2010, Art.5 GGNr.32΄ MunchArbR/ Reichold, 2009§49 Nr.16. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η απαίτηση για εκπλήρωση της σύμβασης εργασίας σύμφωνα με την καλή πίστη δεν συνεπάγεται μία απόλυτη υποχρέωση αφοσίωσης του εργαζομένου προς το πρόσωπο του εργοδότη ή μια υποχρέωση εχεμύθειας σε βαθμό πλήρους υπαγωγής του εργαζομένου στα εργοδοτικά συμφέροντα. Εντούτοις ορισμένες εκδηλώσεις του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης που μπορεί να είναι προστατευτέες εντός άλλων πλαισίων ενδέχεται να αποβάλλουν το σύννομο χαρακτήρα τους, όταν εκδηλώνονται στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης//ΕΔΔΑ 5.11.2019-11608/15]. Από την ως άνω υποχρέωση πίστης δεν απορρέει μια γενική απαγόρευση πολιτικών συζητήσεων και πολιτικής δράσης μέσα στην επιχείρηση, όπως δεχόταν παλαιότερα η γερμανική νομολογία, με το επιχείρημα ότι η πολιτική δράση ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή ειρήνη. Αφηρημένη διακινδύνευση δεν αρκεί. Εφόσον η πολιτική δραστηριότητα του εργαζομένου μέσα στην επιχείρηση δεν διαταράσσει πράγματι την ομαλή ροή της εργασιακής [παραγωγικής] διαδικασίας, ούτε ασκείται κατά τρόπο που να παραβιάζει την υποχρέωση παροχής εργασίας, ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται να την παραλείψει. Αυτό ισχύει ακόμη και όταν η πολιτική δραστηριότητα παίρνει τη μορφή δράσης υπέρ συγκεκριμένου κόμματος. Οι περιορισμοί που επιβάλλει το Σύνταγμα [άρθρο 29 παρ.3] για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ, των δημόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων, η διοίκηση των οποίων ορίζεται άμεσα ή έμμεσα από το Δημόσιο, δεν ισχύουν για τους λοιπούς εργαζομένους. Επίσης, η καλή πίστη δεν υποχρεώνει τον εργαζόμενο να επιλέξει συγκεκριμένους τρόπους έκφρασης της γνώμης [Τέτοια αποτελεί και το πάτημα του κουμπιού «μου αρέσει» (like) σε άρθρο που δημοσιεύεται στο ……………., και το οποίο ασκεί κριτική στον εργοδότη βλ. ΕΔΔΑ 15.6.2021-35786/19 σύμφωνα με το οποίο, η απόλυση εργαζόμενης, απασχολούμενης, με σχέση ιδιωτικού δικαίου, ως καθαρίστριας σε δημόσια σχολεία, για το λόγο ότι με τον τρόπο αυτό έδειξε να συμφωνεί με το περιεχόμενο άρθρου που ασκούσε κριτική στην Κυβέρνηση και στους εκπαιδευτικούς για αντιδημοκρατικές, ρατσιστικές και ανππαιδαγωγικές πρακτικές, παραβιάζει την κατοχυρωμένη στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ελευθερία έκφρασης]. Η συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία γνώμης καλύπτει κάθε νοητή και μη απαγορευμένη από τους γενικούς νόμους μορφή έκφρασης της γνώμης Ο εργάτης παραγωγής που έχει θέσει στη φόρμα εργασίας του ένα αυτοκόλλητο ή μια κονκάρδα με συνθήματα υπέρ της ειρήνης, κατά της χρήσης πυρηνικής ενέργειας ή βιολογικών όπλων δεν παραβιάζει κάποια από τις παρεπόμενες υποχρεώσεις που του επιβάλλει η καλή πίστη. Το γεγονός ότι ο εργοδότης ή τρίτοι ενδεχομένως να μην συμφωνούν με το περιεχόμενο και το μέσο που επέλεξε ο εργαζόμενος για να εκφράσει τη γνώμη του δεν θεμελιώνει από μόνο του άξια προστασίας συμφέροντα που να δικαιολογούν τον περιορισμό της ελευθερίας γνώμης του εργαζομένου και την υποχώρηση των συμφερόντων που αυτή εκφράζει [βλ. ArbG Hamburg, EzA Art.5 GG Nr.3. Εάν πρόκειται, πάντως, για εργαζομένους, που λόγω της θέσης που κατέχουν, έρχονται σε άμεση επαφή με τους πελάτες και το κοινό εκπροσωπώντας απέναντί τους τον εργοδότη, υποστηρίζεται ότι η έκφραση πολιτικών και ιδίως κομματικών απόψεων, μέσω σημάτων, αφισών και άλλων, συνιστά παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων (Preis/Stoffels RdA 1996.214 Kissel ΝΖΑ 1988.152′ Munch ArbR/Blomeyer §53 αρ.88′ Otto, Personale Freiheit und soziale Bindung, σελ.92)]. Επίσης, ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται να παραλείψει την άσκηση κριτικής, ακόμη και δημόσιας, σε βάρος του εργοδότη [Εάν, βέβαια η κριτική του εργαζομένου δεν περιορίζεται εντός ενός περιορισμένου κύκλου προσώπων αλλά γίνεται δημόσια, είναι ένα στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη κατά τη στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των μερών, προκειμένου μέσα από τη στάθμιση αυτή να προσδιορισθούν τα όρια της ελευθερίας έκφρασης του εργαζομένου, βλ. Καρόκη, ΔΕΝ 2021.1858 επόμενα με σχετικές παραπομπές στη νομολογία του ΕΔΔΑ και του γαλλικού Ακυρωτικού]. Η προστασία της ελευθερίας έκφρασης καλύπτει ακόμη και την κριτική που είναι οξεία ή υπερβολική. Ούτε παραβιάζει τις απορρέουσες από την καλή πίστη υποχρεώσεις ο υπάλληλος ιδιωτικής τράπεζας ο οποίος εκτός υπηρεσίας συμμετέχει σε διαδηλώσεις υπέρ της αύξησης της φορολόγησης των ιδιωτικών τραπεζών. Το ίδιο θα πρέπει να γίνει δεκτό για τον εργαζόμενο σε διυλιστήριο που εκτός υπηρεσίας συμμετέχει σε κινήσεις για την κρατικοποίηση των εταιριών παραγωγής και διύλισης πετρελαίου ή της λήψης πρόσθετων μέτρων από αυτές για την προστασία του περιβάλλοντος. Ούτε φυσικά ενεργεί αντισυμβατικά ο εργάτης ζυθοποιίας, ο οποίος ζητεί την απαγόρευση διαφήμισης αλκοολούχων ποτών. Μια τυχόν διαφορετική απάντηση θα σήμαινε για το μεγαλύτερο τμήμα του ενεργού πληθυσμού σημαντικό περιορισμό σε ένα ατομικό δικαίωμα που δεν αποτελεί μόνο κατ’ εξοχήν εκδήλωση της ανθρώπινης προσωπικότητας και το σπουδαιότερο μέσο ανθρώπινης επικοινωνίας αλλά και συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος [Zollner/Loritz, Arbeitsrecht σελ.175, Sollner, Festschrift fur Herschel, σελ.398]. Αντίθετα θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εργαζόμενος παραβιάζει τις απορρέουσες από την καλή πίστη υποχρεώσεις του, όταν δυσφημεί δημόσια τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της επιχείρησης στην οποία απασχολείται ή ασκεί την κριτική κατά τρόπο που προσβάλλει την τιμή του εργοδότη ή αυτή εμπεριέχει εν γνώσει του ισχυρισμούς, οι οποίοι είναι ψευδείς. Οι ενέργειες αυτές, και στις δύο περιπτώσεις, δεν καλύπτονται από την ελευθερία γνώμης και η τυχόν επίκλησή της από τον εργαζόμενο ελάχιστα τον ωφελεί. Η ελευθερία γνώμης έχει ορισμένα όρια και τα όρια αυτά υπερβαίνει ο εργαζόμενος, όταν η κριτική που ασκεί σε βάρος του εργοδότη, των εκπροσώπων του ή των πελατών του προσλαμβάνει υβριστικό χαρακτήρα και προσβλητικό της τιμής και υπόληψής τους. Ορθά κρίθηκε ότι ο δημοσιογράφος-συντάκτης τηλεοπτικού σταθμού, ο οποίος διατύπωσε δημόσια εν γνώσει του ανακριβείς ισχυρισμούς για τον υπεύθυνο του προγράμματος που ήταν δυσφημιστικοί για το πρόσωπό του και κατ’ επέκταση για το σταθμό, υπερβαίνει τα όρια της άσκησης δημόσιας κριτικής και παραβιάζει τις συμβατικές του υποχρεώσεις [BAG ΑΡ Nr.9 Art.5 Abs. 1 GG Meinungsfreiheit]. Αυτό ισχύει και όταν για τη διατύπωση αρνητικών σε βάρος του εργοδότη και των εκπροσώπων του κρίσεων ο εργαζόμενος χρησιμοποιεί το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Για τη βαρύτητα βέβαια της παράβασης συμβατικών υποχρεώσεων του εργαζομένου από τη διατύπωση αρνητικών σε βάρος του εργοδότη δηλώσεών του και τη δυνατότητα να αποτελέσουν αυτές λόγο καταγγελίας κρίσιμες είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβαν χώρα. Ως εκ τούτου έχει σημασία αν οι δηλώσεις γίνονται δημόσια ή ιδιωτικά σε περιορισμένο κύκλο προσώπων και έχουν για το λόγο αυτό εμπιστευτικό χαρακτήρα. Ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται να σκέπτεται μόνο θετικά για τον εργοδότη του και ανάλογα να εκδηλώνεται στην ιδιωτική του σφαίρα. Εάν ο συνομιλητής του, ενεργώντας αντίθετα προς τη βούληση του εργαζομένου, διαδώσει σε τρίτους και στον εργοδότη τις αρνητικές δηλώσεις του, αυτό δεν μπορεί να έχει συνέπειες σε βάρος του εργαζομένου. Παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων έχουμε και στην περίπτωση που δημόσια κριτική προσλαμβάνει τη μορφή σκόπιμης επίθεσης κατά της συγκεκριμένης επιχείρησης στην οποία απασχολείται ο εργαζόμενος με στόχο το κλείσιμό της ή την πρόκληση βλάβης σε αυτή [Sollner, Festschrift fur Herschel, σελ.397]. Επίσης, παραβιάζει τις απορρέουσες από την καλή πίστη υποχρεώσεις ο διευθυντής του τμήματος προώθησης των προϊόντων οινοπαραγωγικής επιχείρησης που εμφανίστηκε, με την ιδιότητά του αυτή, σε τηλεοπτική εκπομπή και διατύπωσε θέσεις υπέρ μιας γενικής απαγόρευσης διαφήμισης αλκοολούχων ποτών. Συνιστά προφανώς αντιφατική συμπεριφορά του εργαζομένου [venire contra factum propriuml από τη μια μεριά να συνδιαμορφώνει μέσα από την εργασία του την επιχειρηματική πολιτική σε συγκεκριμένο τομέα [όπως είναι οι πωλήσεις] και από την άλλη να ενεργεί, εκτός υπηρεσίας, αντίθετα προς την πολιτική αυτή. Η επίκληση της ελευθερίας της γνώμης δεν απαλλάσσει τον εργαζόμενο από δεσμεύσεις που δικαιολογούνται εν όψει της θέσης που κατέχει και των καθηκόντων που ασκεί. Η θέση που κατέχει ο εργαζόμενος και τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί έχουν καθοριστική σημασία στον προσδιορισμό της έκτασης των επιβαλλόμενων από την καλή πίστη υποχρεώσεων και επομένως και στην έκταση των περιορισμών σε συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες που οι υποχρεώσεις αυτές συνεπάγονται. Μόνον εφόσον λάβει κανείς υπόψη τη συγκεκριμένη θέση που κατέχει ο εργαζόμενος και τα καθήκοντα που ασκεί, μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα αν και σε ποια έκταση οι προσδοκίες του εργοδότη ότι ο εργαζόμενος θα ταυτισθεί με τα συμφέροντά του και θα παραλείψει ενέργειες που τα βλάπτουν είναι δικαιολογημένες ή όχι. Το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, που προστατεύει το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης, ισχύει και στις ιδιωτικού δικαίου σχέσεις μεταξύ ενός εργοδότη και ενός εργαζομένου και σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ το κράτος υπέχει τη θετική υποχρέωση να προστατεύει το δικαίωμα αυτό ακόμη και στη βιοτική σφαίρα μεταξύ των ιδιωτών. Επομένως, η απόλυση του εργαζομένου, γιατί δημοσίευσε σε ιστοσελίδα που είχε δημιουργήσει τις γνώσεις και την εμπειρία που απέκτησε μέσω της εργασίας του ως διευθυντής ανθρώπινου δυναμικού στην εργοδότρια εταιρία, χωρίς από την ενέργειά του αυτή να έχει υποστεί ζημία η επιχείρηση ή να έχουν τεθεί σε κίνδυνο εύλογα επιχειρηματικά της συμφέροντα, συνιστά παράνομη προσβολή του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ [ΕΔΔΑ 5.11.2019-11608/15 & ΕΔΔΑ 15.6.2021-35786/19]. Αυξημένες, σε σχέση με τους λοιπούς εργαζομένους, υποχρεώσεις πίστης υπέχουν οι εργαζόμενοι που απασχολούνται σε εκμεταλλεύσεις που επιδιώκουν ορισμένης κατεύθυνσης θρησκευτικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς κλπ. σκοπούς. Οι δεσμεύσεις μάλιστα των προσώπων αυτών είναι δυνατόν να επεκτείνονται και στην εκτός υπηρεσίας τους συμπεριφορά. Και εδώ βέβαια οι δεσμεύσεις είναι διαφορετικής έντασης, ανάλογα με τη θέση που κατέχει ο εργαζόμενος [βλ. για τα προαναφερόμενα Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο, 5η έκδοση 2022 παρ.17.σ.837-842]. Η απορρέουσα από τη σύμβαση εργασίας υποχρέωση του εργαζομένου να επιδείξει μια κοινωνικά ανεκτή συμπεριφορά συγκεκριμενοποιείται, εκτός των άλλων, και με τις διατάξεις που απαγορεύουν διακρίσεις λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, ηλικίας, θρησκευτικών και άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού και παρενοχλήσεις που οφείλονται σ’ έναν από τους λόγους αυτούς. Κάθε παρενόχληση που γίνεται με την περιγραφόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 των νόμων 4443/2016 & 3896/2010 αντίστοιχα ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνιστά παράβαση συμβατικής υποχρέωσης. Πρόκειται για παρεπόμενη συμβατική υποχρέωση που βαρύνει όχι μόνο τον εργοδότη αλλά και κάθε εργαζόμενο. Βέβαια, ο εργαζόμενος δεν έχει έναντι του συναδέλφου του συμβατική υποχρέωση να παραλείψει ενέργειες που συνιστούν διάκριση ή παρενόχληση, διότι δεν συνδέεται μαζί του με συμβατική σχέση. Τέτοια όμως συμβατική υποχρέωση έχει έναντι του εργοδότη του, η παράβαση της οποίας συνεπάγεται κυρώσεις [π.χ. επιβολή πειθαρχικών ποινών] και μπορεί φυσικά, ανάλογα με τη σοβαρότητά της, να δικαιολογήσει και την απόλυση. Μορφή παρενόχλησης είναι και η ηθική παρενόχληση, γνωστή διεθνώς ως «Mobbing». Για την ηθική ζημία ή τη βλάβη που υφίσταται το θύμα της παρενόχλησης στην ψυχική ή σωματική του υγεία έχει κατά του συναδέλφου του που είναι ο δράστης της ηθικής παρενόχλησης αλλά και κατά του εργοδότη αξιώσεις αποζημίωσης από την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του [άρθρα 57 παρ.1, 912, 922 & 932 ΑΚ]. Επίσης, ο δράστης της παρενόχλησης, όπως ήδη αναφέρθηκε, παραβιάζει έναντι του εργοδότη συμβατική του υποχρέωση, και η παράβαση αυτή, εκτός από την αξίωση του εργοδότη για παράλειψη της συμπεριφοράς που συνιστά την ηθική παρενόχληση, μπορεί, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, να δικαιολογήσει και την απόλυσή του [βλ. Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο, 2022 παρ. 17.σ.842-843]. Οι δεσμεύσεις του εργαζομένου από την ατομική σύμβαση εργασίας δεν επεκτείνονται και στην ιδιωτική του ζωή, την οποία είναι ελεύθερος να διαμορφώνει σύμφωνα με τις πεποιθήσεις και αντιλήψεις του [άρθρο 5 παρ.1 Συντάγματος]. Επιβάλλεται ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ υπηρεσιακής και εξωυπηρεσιακής συμπεριφοράς. Η σύμβαση εργασίας δεν υποχρεώνει τον εργαζόμενο να ακολουθήσει μια εξωυπηρεσιακή συμπεριφορά που δεν θα ανπστρατεύεται τα συμφέροντα του εργοδότη του. Ούτε υπάρχει μια γενική συμβατική υποχρέωση του εργαζομένου να αποφεύγει στην ιδιωτική του ζωή δραστηριότητες και γενικότερα συμπεριφορά που μπορεί να βλάψει την υγεία του, να μειώσει τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις ή να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του. Ούτε υποχρεούται ο εργαζόμενος θετικά να λαμβάνει μέτρα προστατευτικά της υγείας του, όπως στην περίπτωση επιδημίας γρίπης να εμβολιασθεί κατά τρόπο ώστε η παράλειψή του να συνιστά παράβαση παρεπόμενης υποχρέωσής του. Και ως προς την εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά του εργαζομένου, είναι προφανής ο κίνδυνος να οδηγηθούμε σε υπέρμετρες δεσμεύσεις, αν υιοθετηθεί η άποψη ότι «εκ της υποχρεώσεως πίστεως ο εργαζόμενος οφείλει να φροντίζη δια τα συμφέροντα του εργοδότου και να παραλείπη πάσαν πράξιν δυναμένην να βλάψη τα υλικά ή ηθικά συμφέροντα αυτού». Και συμβατικές ρήτρες που επιβάλλουν δεσμεύσεις στον εργαζόμενο όσον αφορά την εκτός υπηρεσίας του συμπεριφορά δεν είναι έγκυρες. Κατ’ εξαίρεση, είναι δυνατό η εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά του εργαζομένου να συνιστά παράβαση συμβατικών υποχρεώσεών του, οπότε αυτή καθίσταται νομικά κρίσιμη και μπορεί να αποτελέσει και λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η ίδια η υποχρέωση παροχής εργασίας μπορεί να έχει αντανακλαστικές συνέπειες στην εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά του εργαζομένου. Για παράδειγμα ο εργαζόμενος που απασχολείται ως οδηγός οφείλει πριν από την ανάληψη υπηρεσίας να μην έχει καταναλώσει αλκοόλ. Επίσης, για τους εργαζομένους σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που επιδιώκουν ορισμένης κατεύθυνσης θρησκευτικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς κ.λπ. σκοπούς, γίνεται δεκτό ότι, λόγω της απασχόλησης τους σε εκμεταλλεύσεις τέτοιου είδους, προκύπτουν συμβατικές δεσμεύσεις, όσον αφορά την εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά τους και περιορισμοί σε συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα [ελευθερία γνώμης κ.ά.], η παράβαση των οποίων μπορεί να δικαιολογήσει την απόλυσή τους. Τα πρόσωπα αυτά υπέχουν έναντι του εργοδότη αυξημένες υποχρεώσεις πίστης, οι οποίες εκδηλώνονται με την υποχρέωση τους να παραλείψουν και εκτός υπηρεσίας κάθε ενέργεια που έρχεται σε αντίθεση προς τους επιδιωκόμενους από τον εργοδότη σκοπούς και στοχεύει στη ματαίωσή τους. Για παράδειγμα ο παιδαγωγός που απασχολείται σε ίδρυμα της καθολικής εκκλησίας οφείλει να μην εκφράζει δημόσια απόψεις, που έρχονται σε σύγκρουση με θεμελιώδεις κανόνες της διδασκαλίας της πίστης και της ηθικής της καθολικής εκκλησίας [BAG 21.10.1982, EzANr13 § 1 KSchG Tendenzbetrieb]. Επίσης, κρίθηκε ότι ο γιατρός που εργάζεται σε νοσηλευτικό ίδρυμα της καθολικής εκκλησίας παραβιάζει συμβατικές του υποχρεώσεις, όταν δημόσια διατυπώνει απόψεις υπέρ των αμβλώσεων που επιτρέπονται μεν από το νόμο, απαγορεύονται όμως από τους εκκλησιαστικούς κανόνες και τη χριστιανική ηθική [BAG 28.7.2016, 2 AZR 764/14 (σύναψη δεύτερου γάμου από γιατρό καθολικού θρησκεύματος απασχολούμενου σε ίδρυμα της καθολικής εκκλησίας). Η απόφαση αυτή έθεσε στο ΔΕΕ το προδικαστικό ερώτημα αν η απόλυση του γιατρού που κατείχε στο νοσηλευτικό ίδρυμα της καθολικής εκκλησίας διευθυντική θέση συνιστά απαγορευμένη κατά το ενωσιακό δίκαιο διάκριση λόγω θρησκείας]. Το περιεχόμενο και η έκταση της παραπάνω υποχρέωσης, ως εκδήλωσης των επιταγών της καλής πίστης, δεν είναι βέβαια η ίδια για όλους τους εργαζομένους που απασχολούνται στις παραπάνω επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, αλλά εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τη θέση που κατέχει ο εργαζόμενος και τα συγκεκριμένα καθήκοντα που εκτελεί. Όσο στενότερη είναι η σύνδεση των καθηκόντων με τους επιδιωκόμενους από την επιχείρηση σκοπούς, τόσο μεγαλύτερη και η συμβατική δέσμευση του εργαζομένου στην εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά. Όταν πρόκειται για εργαζομένους που, λόγω της θέσης που κατέχουν και των καθηκόντων που ασκούν, εκφράζουν και υπηρετούν άμεσα την πραγμάτωση των στόχων της συγκεκριμένης εκμετάλλευσης, εύλογα ο εργοδότης αναμένει και η εκτός υπηρεσίας τους συμπεριφορά να μην αντιστρατεύεται τους στόχους αυτούς και τις επιδιώξεις. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν π.χ. οι συντάκτες εφημερίδων που έχουν συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση. Τα πρόσωπα αυτά έχουν προσληφθεί για να προωθήσουν μέσα από την εργασία τους τη γραμμή της εφημερίδας και τους στόχους που επιδιώκει. Η ελευθερία του τύπου για τον εκδότη ενός εντύπου περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, την ελευθερία καθορισμού, υλοποίησης και μεταβολής του προσανατολισμού του εντύπου και φυσικά και την ελευθερία πρόσληψης συντακτών για να υπηρετήσουν τους στόχους του εντύπου. Η σύναψη της σύμβασης εργασίας συνεπάγεται για τον συντάκτη πολιτικής εφημερίδας σαφώς εντονότερους περιορισμούς της ελευθερίας γνώμης του σε σχέση με άλλους εργαζομένους. Οι δεσμεύσεις του δεν αφορούν μόνο την εργασία που συμφωνήθηκε να παρέχει αλλά επεκτείνονται σε ένα βαθμό και στην εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά του. Ο συντάκτης οφείλει να μην διατυπώνει δημόσια, π.χ. σε άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, θέσεις αντίθετες προς τη γραμμή της εφημερίδας και γενικότερα να μην προσβάλλει με μια συστηματική εξωυπηρεσιακή συμπεριφορά τη γραμμή της εφημερίδας [Wisskirchen, Auberdienstliches Verhalten von Arbeitnehmern σελ.73· MunchArbR/ Ruthers (2η εκδ.) παρ.201.αρ.71] θίγοντας έτσι την αξιοπιστία τόσο της εργασίας του όσο και της εφημερίδας στην οποία απασχολείται [βλ. για τα προαναφερόμενα Δ. Ζερδελής Εργατικό Δίκαιο 2022 παρ.17.σελ.843-845].
ΙΙΙ. Η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων ως ανθρώπινων δικαιωμάτων στο Ευρωπαϊκό νομικό σύμπαν είναι πλέον κοινός τόπος σε επίπεδο νομοθετικής κατοχύρωσης, διότι ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντάσσει ρητά μια σειρά ατομικών και συλλογικών εργασιακών δικαιωμάτων στο πρωτογενές Ενωσιακό δίκαιο. Η νομολογιακή κατοχύρωση αυτών των δικαιωμάτων από το ΔΕΕ, πάντως, προηγήΘηκε κατά αρκετές δεκαετίες, με το δικαίωμα στην ισότητα αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών να προσδιορίζεται ως ανθρώπινο δικαίωμα ήδη από τη δεκαετία του 1970. Ο ρόλος του ΕΔΔΑ, από την άλλη πλευρά, στην επέκταση του πεδίου εφαρμογής ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων rationae personae ώστε να περιλαμβάνουν εργαζόμενους είναι εξίσου σημαντικός – αν όχι και ακόμα σπουδαιότερος. Η προστασία θεμελιωδών ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία έκφρασης ή το δικαίωμα στην ίση μεταχείριση, ασφαλώς και δεν μπορεί να εκμηδενίζεται εντός του χώρου εργασίας, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε με βεβαιότητα στη φαλκίδευση του υπέρτερου σκοπού της Σύμβασης. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 το ΕΔΔΑ ξεκαθάρισε ότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής δεν περιορίζεται στην οικία αλλά μπορεί να εκτείνεται και στο χώρο εργασίας. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν το Δικαστήριο έχει εκδώσει σειρά αποφάσεων που αποτελούν σημεία αναφοράς για το εργατικό δίκαιο, αντιμετωπίζοντας ερμηνευτικά ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων, από την απαγόρευση των διακρίσεων και το δίκαιο της απόλυσης μέχρι την ελευθερία έκφρασης στο χώρο εργασίας και το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα [βλ. Π. Καποτάς, Ισότητα και θρησκευτική ελευθερία στο χώρο εργασίας: Απορρύθμιση (του εργατικού δικαίου) διά της αποθέωσης (του εργοδότη) στη νομολογία του ΔΕΕ (Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης) & του ΕΔΔΑ σε: Συλλογικό Έργο, Οικονομία-τεχνολογία-δίκαιο και εργασία, 2020. σελ.475].
- Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου «………. κατά Γερμανίας της 29.11.2022 [αριθμός προσφυγής ………../17]». Στην συγκεκριμένη περίπτωση η προσφεύγουσα, ………………, η οποία είναι υπήκοος της Γερμανίας, γεννηθείσα το 1954, ήταν κατά το χρονικό διάστημα από το 1993 έως τις αρχές του 2006 μέλος του πολιτικού κόμματος των Ρεπουμπλικανών [Die Partei der Republikaner]. To κόμμα θεωρείται γενικά δεξιό και έχει τεθεί υπό έλεγχο από τα γραφεία για την προστασία του Συντάγματος σε διάφορα γερμανικά ομόσπονδα κρατίδια. Ωστόσο δεν έχει κηρυχθεί αντισυνταγματικό από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο βάσει του άρθρου 21 παρ.2 του γερμανικού βασικού νόμου [για προηγούμενες υποθέσεις που αφορούσαν μέλη αυτού του κόμματος, βλ. ……… κατά Γερμανίας αρ……………../02.24.11.2005 & ………… κατά Γερμανίας αρ…………../04.13.2.2007]. Τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι πολλά μέλη του συμβουλίου αυτής της συμμαχίας, όπως απαρτιζόταν εκείνη την εποχή, είχαν δεσμούς με οργανώσεις της άκρας δεξιάς. Εκτός από τη συμμετοχή της και τις δραστηριότητές της για λογαριασμό αυτών των κομμάτων και οργανώσεων, η προσφεύγουσα εκφράστηκε δημόσια σε πολιτικές συγκεντρώσεις και σε διαλέξεις και συνεντεύξεις όλα αυτά τα χρόνια. Η προσφεύγουσα εκπαιδεύτηκε ως δασκάλα σε σχολεία κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, επιτυγχάνοντας στις πρώτες και δεύτερες κρατικές εξετάσεις της το 1978 και το 1981. Ασκούσε αυτό το επάγγελμα για περιορισμένες περιόδους και σε ακανόνιστα διαστήματα. Το ακαδημαϊκό έτος 2004-2005 εργάστηκε σε δημόσιο γυμνάσιο στο …………… στο ομόσπονδο κράτος της Έσσης με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Έλαβε θετική έκθεση αξιολόγησης για το εν λόγω ακαδημαϊκό έτος και το ακαδημαϊκό έτος 2005-2006 εργάστηκε ξανά στο ίδιο σχολείο με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Με επιστολή της 30.3.2006 οι αρμόδιες αρχές κατήγγειλαν τη σύμβαση εργασίας της προσφεύγουσας με άμεση ισχύ, επικαλούμενες αμφιβολίες ως προς την πίστη της στο Σύνταγμα [Verfassungstreue]. Στις αρχές Απριλίου 2006 το Υπουργείο Πολιτισμού της Έσσης ενημέρωσε όλες τις δημόσιες εκπαιδευτικές αρχές στην πόλη ότι η σύμβαση εργασίας της προσφεύγουσας είχε λυθεί λόγω σημαντικών αμφιβολιών ως προς την πίστη της στο Σύνταγμα και ζήτησε να ενημερωθεί αμέσως εάν η προσφεύγουσα υποβάλει αίτηση για άλλη θέση. Η προσφεύγουσα προσέβαλε την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενώπιον του Εργατικού Δικαστηρίου του Βισμπάντεν. Οι διαδικασίες αυτές έληξαν με φιλικό διακανονισμό που συνήφθη στις 19.5.2006, ο οποίος είχε ως εξής: «Η σύμβαση εργασίας θα λυθεί με τη λήξη της ορισμένης διάρκειας που καθορίζεται σε αυτήν, δηλαδή στις 14.7.2006. Η αιτούσα θα εξακολουθεί να δικαιούται αποδοχές μέχρι την ημερομηνία καταγγελίας, αλλά θα απαλλαγεί από τα εργασιακά της καθήκοντα. Τα μέρη δια του παρόντος συμφωνούν ότι μια προσφορά εργασίας που εκδόθηκε το Φεβρουάριο του 2006 θα θεωρηθεί άκυρη. Το ομόσπονδο κράτος κατά του οποίου ασκήθηκε η αγωγή δεσμεύεται δια του παρόντος να διαγράψει από τους φακέλους προσωπικού κάθε αναφορά της απόλυσης. Η προσφεύγουσα θα λάβει μια ευνοϊκή έκθεση αξιολόγησης που προσδιορίζει την ημερομηνία καταγγελίας ως τις 14 Ιουλίου 2006.» Αυτή η έκθεση αξιολόγησης εκδόθηκε στις 17.8.2006 και οποιαδήποτε αναφορά της απόλυσης διαγράφηκε από τους φακέλους προσωπικού της. Σε ένα email της 30.5.2006 το Υπουργείο Πολιτισμού της Έσσης ζήτησε από τη δημόσια εκπαιδευτική αρχή του …… [………..] να διασφαλίσει, μέσω του κεντρικού γραφείου για τη διαχείριση του διδακτικού προσωπικού, ότι η προσφεύγουσα δεν θα συμπεριληφθεί σε οποιεσδήποτε βραχυπρόθεσμες λίστες πιθανών καθηγητών για δημόσια σχολεία στην Έσση. Στα τέλη του 2008 το Υπουργείο Πολιτισμού της Έσσης, σε συνεργασία με τις αποκεντρωμένες δημόσιες εκπαιδευτικές αρχές της, αποφάσισε να δημιουργήσει έναν κατάλογο με πληροφορίες σχετικά με εκπαιδευτικούς που κρίθηκαν ακατάλληλοι για επαναδιορισμό σε θέση διδασκαλίας σε σχολείο. Η λίστα διατηρήθηκε από το κεντρικό γραφείο για τη διαχείριση του διδακτικού προσωπικού στην Έσση και η πρόσβαση περιοριζόταν σε δέκα άτομα που εργάζονταν στο ως άνω γραφείο καθώς και σε δύο άτομα σε καθεμία από τις δεκαπέντε αποκεντρωμένες δημόσιες εκπαιδευτικές αρχές της Έσσης σε περίπτωση που ελάμβαναν αίτηση εργασίας. Οι δημόσιες εκπαιδευτικές αρχές στην Έσση, που επιδιώκουν να προσλάβουν εκπαιδευτικό, διατήρησαν κατά αυτόν τον τρόπο τη διακριτική ευχέρεια να λάβουν τη δική τους απόφαση ως προς την καταλληλόλητα ενός αιτούντος εργασία που περιλαμβάνεται στη λίστα. Η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ότι το όνομά της είχε συμπεριληφθεί στη λίστα. Η καταχώριση στη λίστα αναφορικά με το όνομά της έγραφε «μη συμπερίληψη στη λίστα [λόγοι που αποδίδονται στο ίδιο το άτομο]». Οι προσπάθειες της να διαγράφει το όνομά της από τη λίστα απορρίφθηκαν. Τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την πίστη της, ιδίως όσον αφορά την ενεργό συμμετοχή της στην ………………….., η οποία είχε δεσμούς με ακροαριστερές οργανώσεις και δηλώσεις σε πολιτικές συγκεντρώσεις μεταξύ 2006 και 2009. Ακολούθως, το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι το επίμαχο μέτρο είχε παρέμβει στα δικαιώματα της προσφεύγουσας βάσει του άρθρου 10 και είχε προβλεφθεί από το νόμο. Το καθήκον πίστης στο Σύνταγμα που επιβλήθηκε στους δημόσιους υπαλλήλους σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία ήταν η έκφραση μιας «δημοκρατίας ικανής να υπερασπιστεί τον εαυτό της» και οι περιορισμοί στην ελευθερία έκφρασης των εκπαιδευτικών που απορρέουν από αυτό το καθήκον πίστης επιδίωκαν θεμιτούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.2, ιδίως την πρόληψη της αταξίας και την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων. Αυτό ισχύει για τη συμπερίληψη και τη διατήρηση της προσφεύγουσας στη λίστα, η οποία είχε ως σκοπό να χρησιμεύσει ως βάση για τη λήψη απόφασης σχετικά με τις πιθανές αιτήσεις της για εργασία σε δημόσια σχολεία της Έσσης. Σε πρόσφατες υποθέσεις που αφορούσαν εκπαιδευτικούς το Δικαστήριο δεν είχε εμβαθύνει στο ερώτημα εάν η ιδιότητά τους σύμφωνα με το σχετικό εσωτερικό δίκαιο ήταν αυτή των δημόσιων υπαλλήλων ή άλλων δημόσιων υπαλλήλων και είχε επικεντρωθεί στο ρόλο που έχουν ως εκπαιδευτικοί, ως σύμβολο εξουσίας για τους μαθητές τους στον τομέα της εκπαίδευσης, και επανέλαβε ότι τα ιδιαίτερα καθήκοντα και ευθύνες που τους αναλογούν ισχύουν ως ένα βαθμό και στις δραστηριότητές τους εκτός σχολείου. Το Δικαστήριο δεν είδε κανένα λόγο να απομακρυνθεί από αυτήν την προσέγγιση στην εξεταζόμενη υπόθεση. Το Δικαστήριο σημείωσε την προσέγγιση που υιοθέτησαν τα εθνικά δικαστήρια ότι, όσον αφορά τους δημόσιους υπαλλήλους, το αποφασιστικό στοιχείο για το καθήκον πίστης στο Σύνταγμα και ο βαθμός πίστης που οφείλει ήταν ο ρόλος και η λειτουργία που ασκούσε το άτομο, και ότι υψηλό βαθμό τέτοιας πίστης όφειλαν και οι δάσκαλοι, ο οποίος βαθμός ήταν ισοδύναμος ή πλησίαζε αυτόν που όφειλαν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο τόνισε την τεράστια σημασία, από τη σκοπιά της δημόσιας πολιτικής, της διδασκαλίας και της εκπαίδευσης των παιδιών, για την ελευθερία, τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Όπως και στην υπόθεση …… κατά Γερμανίας δεν αμφισβητήθηκε ότι η εργασία της προσφεύγουσας ως δασκάλας ήταν απολύτως ικανοποιητική και δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι είχε προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί τη θέση της για να κατηχήσει ή να ασκήσει ανάρμοστη επιρροή στους μαθητές της κατά τη διάρκεια των μαθημάτων. Ωστόσο, στην υπόθεση ……., δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα είχε πράγματι προβεί σε δηλώσεις που ήταν εχθρικές προς το Σύνταγμα ή ότι είχε υιοθετήσει προσωπικά μια τέτοια στάση. Αντιθέτως στην εξεταζόμενη υπόθεση οι εγχώριες αρχές βασίστηκαν σε μεγάλο και σοβαρό βαθμό στις πρόσθετες δραστηριότητες και δηλώσεις της προσφεύγουσας, και όχι μόνο στην ενεργό συμμετοχή της στο κόμμα, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν αμφιβολίες ως προς την πίστη της στο Σύνταγμα. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο βεβαιώθηκε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν βασίσει το συμπέρασμά τους σε μια καλά αιτιολογημένη εκτίμηση των σχετικών γεγονότων. Μια άλλη σημαντική διαφορά από τη …… ήταν η φύση και οι συνέπειες του επίμαχου μέτρου. Το ζήτημα ήταν η συμπερίληψη και η διατήρηση του ονόματος της προσφεύγουσας σε έναν εσωτερικό περιφερειακό κατάλογο εκπαιδευτικών, στον οποίο είχε πρόσβαση μόνο ένας πολύ περιορισμένος αριθμός δημόσιων υπαλλήλων στην Έσση και τα ονόματα δεν ήταν γνωστά ή προσβάσιμα στο κοινό. Επομένως δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι είχε σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στη φήμη της, σε αντίθεση με την απόλυση της προσφεύγουσας στην υπόθεση ……. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν εργαζόταν τη στιγμή που το όνομά της περιλαμβανόταν στον κατάλογο και, σε αντίθεση με τη ………….., καμία από τις υπάρχουσες θέσεις ή τα δικαιώματα της δεν είχε παραβιαστεί. Ενώ ο κατάλογος επιδίωκε να αποτρέψει το μελλοντικό διορισμό της, οι δημόσιες εκπαιδευτικές αρχές στην Έσση δεν είχαν εμποδιστεί να την προσλάβουν και ήταν υποχρεωμένες να εξετάσουν την αίτησή της για εργασία. Αυτός ο παράγοντας αποτελούσε σημαντικό στοιχείο της εκτίμησης της αναλογικότητας. Επιπλέον, η συμπερίληψη και η διατήρηση της προσφεύγουσας στην επίδικη λίστα δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να εμποδίσει το διορισμό της ή να επηρεάσει αρνητικά την αίτησή της για θέση διδασκαλίας σε δημόσιο σχολείο σε άλλο ομόσπονδο κράτος ή σε ιδιωτικό σχολείο στην Έσση, όπως ορίζεται από τα εθνικά δικαστήρια. Τέλος, η προσφεύγουσα είχε διατηρήσει τη δυνατότητα να ζητήσει, ανά πάσα στιγμή, τη διαγραφή του ονόματος της από τον επίμαχο κατάλογο και να λάβει πλήρη δικαστική επανεξέταση ως προς την ύπαρξη, κατά την αξιολόγηση των εθνικών δικαστηρίων, αμφιβολιών σχετικά με την πολιτική της πίστη. Αυτή η σημαντική διαδικαστική διασφάλιση ήταν επίσης ένας παράγοντας που έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας. Εν ολίγοις, οι εγχώριες αρχές είχαν επικαλεστεί σχετικούς και επαρκείς λόγους και δεν είχαν υπερβεί το περιθώριο εκτίμησής τους. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε καμία παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
- Επιπροσθέτως χαρακτηριστική είναι η απόφαση «……………. κατά Ελλάδας» της 25.03.2021 [αριθμός προσφυγής …../18]. Στην προκείμενη περίπτωση ο προσφεύγων, ο οποίος διορίστηκε το 2007 διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ……. Α.Ε., ζήτησε από όλους τους υπαλλήλους να του παράσχουν πληροφορίες σχετικά με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Η εγκαλούσα νομικός σύμβουλος ενημέρωσε προφορικά τον προσφεύγοντα σχετικά με τις εκκρεμούσες νομικές υποθέσεις εναντίον της εταιρείας. Ο προσφεύγων αμφισβητώντας την ακρίβεια των εν λόγω πληροφοριών την απομάκρυνε από τη θέση της. Επειδή ισχυριζόταν ότι δεν είχε ενημερωθεί πλήρως για τις εκκρεμούσες νομικές υποθέσεις κατά της εταιρείας, ο προσφεύγων απέστειλε επίσημο έγγραφο στο οποίο ανέγραφε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «…Καταδικάζουμε την αντιεπαγγελματική και αντίθετη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά που έχετε επιδείξει στην εταιρεία μας… είναι ένδειξη κακόβουλης πρόθεσης από την πλευρά σας να βλάψετε τα συμφέροντα της εταιρείας… Οι πληροφορίες που μας είχατε παράσχει μέχρι στιγμής ήταν ελλιπείς και εσφαλμένες…». Την 22α Απριλίου 2008 η ως άνω δικηγόρος υπέβαλε έγκληση εναντίον του, ισχυριζόμενη ότι τέλεσε εναντίον της το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Στα δικαστήρια ουσίας ο προσφεύγων κρίθηκε ένοχος. Στη συνέχεια ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση του προσφεύγοντος. Βασιζόμενος στο άρθρο 10 [ελευθερία έκφρασης] της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η ποινική του καταδίκη για συκοφαντική δυσφήμιση παραβίασε το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης. Ακολούθως το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος ισοδυναμούσε με «παρέμβαση από δημόσια αρχή» στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης. Διαπίστωσε ότι η παρέμβαση οριζόταν από το νόμο, και τέθηκε το ερώτημα εάν ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία». Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η άσκηση κατηγοριών εναντίον της εγκαλούσας δικηγόρου για μη επαγγελματική και κακόβουλη συμπεριφορά θα μπορούσε να βλάψει την υπόληψη και την καριέρα της. Το Δικαστήριο έπρεπε να εξισορροπήσει το δικαίωμα της εγκαλούσας στο σεβασμό της υπόληψής της με το δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελευθερία της έκφρασης. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι επικρίσεις προς την εγκαλούσα είχαν χαρακτηριστεί ως «γεγονότα» από τα εθνικά δικαστήρια χωρίς να παράσχουν πειστική αιτιολογία, ενώ παράλληλα διαπίστωσε ότι αυτές οι αναφορές στο έγγραφο που απεστάλη ήταν αξιολογικές κρίσεις που στηρίζονταν σε πραγματικά περιστατικά. Τα σχετικά επιχειρήματα του προσφεύγοντος δεν είχαν αντιμετωπιστεί από τα εθνικά δικαστήρια. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν ήπια και όχι προσβλητική. Επιπλέον, το επίσημο έγγραφο απεστάλη ιδιωτικά και ο προσφεύγων δεν είχε δημοσιεύσει ούτε είχε θέσει με άλλο τρόπο τους ισχυρισμούς του στη διάθεση του κοινού και επομένως οι ισχυρισμοί του θα μπορούσαν να είχαν περιορισμένο αντίκτυπο για την υπόληψη της εγκαλούσας. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη το συνολικό πλαίσιο-μια συνεχιζόμενη διαφορά με τον προσφεύγοντα-κατά το οποίο τα σχόλια είχαν διατυπωθεί και δεν αξιολόγησαν οποιαδήποτε βλάβη στη φήμη της δικηγόρου. Συνολικά, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η φύση και το πλαίσιο του επίμαχου κειμένου δεν έπρεπε να είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή ποινής φυλάκισης, ακόμη και με αναστολή, δεδομένου ότι η κύρωση είχε αναπόφευκτα ένα ανασταλτικό αποτέλεσμα στο δικαίωμα του ελεύθερου λόγου, και ως εκ τούτου διαπίστωσε και έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος στην ελευθερία της έκφρασης.
- Παράλληλα, όμως, προς κατανόηση του ζητήματος των επιτρεπτών ή μη περιορισμών στην ελευθερία έκφρασης στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο κρίνεται απαραίτητο να αναφερθούμε αφενός στην απόφαση ……………………. κατά Ισλανδίας της 11.06.2020 [αριθμός προσφυγής ……../18] και αφετέρου στην απόφαση ……….. κατά Γαλλίας του έτους 2021 [αριθμός προσφυγής …………/15]. Α. Απόφαση …………………. κατά Ισλανδίας της 11.06.2020 [αριθμός προσφυγής ……………./18: Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο προσφεύγων …………………. είναι Ισλανδός υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1946 και ζει στο Ρέικιαβικ. Τον Απρίλιο του 2015 οι τοπικές αρχές του ……………. [πόλης της Ισλανδίας] ενέκριναν πρόταση ενίσχυσης στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά με ζητήματα για λεσβίες, ομόφυλους, αμφιφυλόφιλους ή τρανσέξουαλ. Η πρωτοβουλία θα λάμβανε χώρα σε συνεργασία με την εθνική …… [………….]. Ο προσφεύγων, που συμμετείχε στη δημόσια συζήτηση του θέματος σε ειδησεογραφικό και κοινωνικό επίπεδο, σε σχόλιό του σε διαδικτυακό άρθρο, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του κάνοντας χρήση των υποτιμητικών για τους ομοφυλόφιλους όρους kynvilla [sexual deviation: σεξουαλική απόκλιση: ανωμαλία] και kynvillingar [sexual deviants: σεξουαλικά αποκλίνοντες: ανώμαλοι], με συνέπεια να ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη, το Νοέμβριο του 2016, δυνάμει του άρθρου 233[α] του ΠΚ, το οποίο προβλέπει ως αξιόποινη πράξη το δημόσιο χλευασμό, δυσφήμιση ή απειλή ατόμου ή ομάδας ατόμων λόγω προτιμήσεων και χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένου του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου. Ο προσφεύγων αθωώθηκε πρωτόδικα. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε όμως την προσβαλλόμενη απόφαση και καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε πρόσημο 100.000 ισλανδικών kronur, δηλαδή, οκτακόσια [800] ευρώ περίπου, διότι τα σχόλια του ήταν «σοβαρά, εξαιρετικά οδυνηρά και επιζήμια». Έχοντας προβεί σε στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης ήταν αναγκαίος για να εξουδετερωθούν οι προκαταλήψεις, το μίσος και η περιφρονημένη προστασία των δικαιωμάτων των κοινωνικών ομάδων που έχουν ιστορικά υποστεί διακρίσεις. Κατόπιν τούτου ο …………………… στράφηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επικαλούμενος παραβίαση των άρθρων 10 και 14 της Σύμβασης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαπίστωσε καταρχάς στην απόφασή του ότι τα σχόλια του προσφεύγοντος δεν ενέπιπταν στη [γενόμενη νομολογιακά δεκτή από το ίδιο ως] σοβαρότερη μορφή «ρητορικής μίσους», η οποία θα μπορούσε να αποκλειστεί από την προστασία του άρθρου 10, δυνάμει της κατά το άρθρο 17 απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος: τα σχόλια του προσφεύγοντος ήταν ιδιαιτέρως βλαπτικά, δεν ήταν ωστόσο αμέσως σαφές ότι είχαν ως στόχο την υποκίνηση βίας ή μίσους ή την καταστρατήγηση των συμβατικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Εν όψει του ότι, όπως έγινε δεκτό από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισλανδίας, τα επίδικα σχόλια είχαν προωθήσει τη μισαλλοδοξία και το μίσος κατά των ομοφύλων, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι αυτά ενέπιπταν στη [γενόμενη νομολογιακά δεκτή εκ μέρους του ως] λιγότερο σοβαρή μορφή «ρητορικής μίσους», την οποία τα Κράτη-
μέρη δικαιούνται να περιορίσουν. Συμφώνησε δε με το Ανώτατο Δικαστήριο και ως προς τη σαφήνεια του άρθρου 233[α] ΠΚ, που επέτρεπε στον προσφεύγοντα να προβλέψει το αξιόποινο των πράξεων του. Η επίδικη επέμβαση των αρχών στη συμβατικά κατοχυρωμένη ελευθερία έκφρασης του προσφεύγοντος έγινε έτσι δεκτό ότι ήταν νόμιμη και αποσκοπούσε στην «προστασία των δικαιωμάτων των άλλων». Όσον αφορά την αναλογικότητα της επίδικης επέμβασης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η εκτίμηση του Ανώτατου Δικαστηρίου περί της φύσεως και της σοβαρότητας των σχολίων του προσφεύγοντος δεν ήταν παράλογη και ότι το επιβληθέν πρόστιμο των 800 ευρώ περίπου δεν ήταν υπερβολικό ενώ δεν παρέλειψε να σημειώσει στην απόφασή του ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε σταθμίσει δεόντως τα διακυβευόμενα εν προκειμένω και ανατιθέμενα συμφέροντα. Με αυτό το σκεπτικό, η επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 10 κρίθηκε προδήλως αβάσιμη. Β. Απόφαση ……… κατά Γαλλίας [2021 (αριθμός προσφυγής ……………../15)]:. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο …………………, δήμαρχος της πόλης …………………. και πρόεδρος της Ομάδας………………. […….] στο Περιφερειακό Συμβούλιο της ……………………….., έθεσε υποψηφιότητα στο Κοινοβούλιο με το ……[……] στην εκλογική περιφέρεια της …… Ο ……., ευρωβουλευτής και πρώτος αναπληρωτής του δημάρχου της ……., ήταν εκείνη την εποχή ένας από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Στις 24.10.2011 ο προσφεύγων ανάρτησε μια δημοσίευση σχετικά με τον ……………….. στον τοίχο του ο οποίος ήταν δημόσια προσβάσιμος λογαριασμός στο …………. τον οποίο διαχειριζόταν προσωπικά: «Ενώ το ………. έχει εγκαινιάσει τον νέο του εθνικό ιστότοπο σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμά του, πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στον ιστότοπο του Ευρωβουλευτή της Ένωσης για ……… στη …. [….], ο οποίος έπρεπε να λειτουργήσει σήμερα, αλλά εμφανίζει σφάλμα στην αρχική του σελίδα με ένα τριπλό μηδέν…». Ένας άλλος χρήστης, ο ………, έγραψε το ακόλουθο σχόλιο: «Αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος έχει μετατρέψει τη Νιμ σε Αλγέρι, δεν υπάρχει δρόμος χωρίς κεμπάπ και τζαμί Οι έμποροι ναρκωτικών και οι ιερόδουλες κυριαρχούν, δεν αποτελεί έκπληξη ότι επέλεξε τις Βρυξέλλες, την πρωτεύουσα της νέας παγκόσμιας τάξης της Σαρία … Ευχαριστώ Ένωση για ……. Κίνημα [αμάλγαμα … και …………………..], τουλάχιστον δεν χρεωνόμαστε τις πτήσεις και το ξενοδοχείο… Μου αρέσει αυτή η δωρεάν έκδοση του …….. Ευχαριστώ […..] και φιλιά στη ……..[.]…Επιτέλους, ένα ιστολόγιο που αλλάζει τη ζωή μας…».Ένας άλλος χρήστης, ο ………, πρόσθεσε άλλα τρία σχόλια τα οποία απευθύνονταν σε μουσουλμάνους. Στις 25.10.2011, η …….., συνεργάτης του …………, έλαβε γνώση των σχολίων. Νιώθοντας άμεσα και προσωπικά προσβεβλημένη από τις «ρατσιστικές» δηλώσεις, πήγε αμέσως στο κομμωτήριο που διαχειριζόταν ο ………, τον οποίο γνώριζε προσωπικά, με άμεση συνέπεια ο τελευταίος να διαγράψει το σχόλιό του αμέσως. Στις 27 Οκτωβρίου του 2011 ο προσφεύγων δημοσίευσε ένα μήνυμα στον τοίχο του στο ………………….., το οποίο καλούσε άλλους χρήστες να «παρακολουθούν το περιεχόμενο των σχολίων [τους]», αλλά δεν παρενέβη σε σχέση με τα ήδη δημοσιευμένα σχόλια. Ο προσφεύγων, ο ………….. και ο …. κλήθηκαν να εμφανιστούν ενώπιον του Κακουργιοδικείου της Νιμ σε σχέση με την ως άνω δημοσίευση των προαναφερόμενων σχολίων στον τοίχο του ………….του προσφεύγοντος, για να απαντήσουν σχετικά με κατηγορίες για υποκίνηση μίσους ή βίας εναντίον μιας ομάδας ανθρώπων, ιδίως της ……….., βάση της καταγωγής τους ή της ιδιότητας μέλους ή της μη ιδιότητας μέλους μιας συγκεκριμένης εθνότητας, φυλής ή θρησκείας. Στις 28 Φεβρουαρίου 2013 το Ποινικό Δικαστήριο έκρινε τον προσφεύγοντα, τον ………… και τον ………. ένοχους και διέταξε καθένας από αυτούς να πληρώσει πρόστιμο τεσσάρων χιλιάδων [4.000] ευρώ. Ο ……….. και ο προσφεύγων διατάχθηκαν από κοινού και εις ολόκληρον να καταβάλουν το ποσό των χιλίων [1.000] ευρώ στην ………….., πολιτικώς ενάγουσα, ως αποζημίωση για ηθική βλάβη. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων, έχοντας δημιουργήσει μια κοινή υπηρεσία επικοινωνίας με ηλεκτρονικά μέσα με δική του πρωτοβουλία με σκοπό την ανταλλαγή απόψεων και έχοντας αφήσει τα προσβλητικά σχόλια, τα οποία ήταν ακόμη ορατά από τις 6 Δεκεμβρίου 2011, είχε αποτύχει να ενεργήσει αμέσως για να σταματήσει τη διάδοσή τους και ως εκ τούτου ήταν ένοχος ως «δημιουργός» ενός διαδικτυακού τόπου δημόσιας επικοινωνίας, και κατά συνέπεια ο κύριος δράστης. Ο προσφεύγων και ο ……… άσκησαν έφεση. Ο …….. στη συνέχεια απέσυρε την έφεσή του. Το Εφετείο της Νιμ επικύρωσε την απόφαση εναντίον του προσφεύγοντος
μειώνοντας το πρόστιμο στο ποσό των τριών χιλιάδων [3.000] ευρώ. Τον διέταξε επίσης να πληρώσει στην ……. το ποσό των χίλιων [1.000] ευρώ ως δικαστικά έξοδα. Το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο Ποινικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε ότι τα σχόλια καθόριζαν σαφώς την ομάδα των ανθρώπων που ενστερνίζονταν τη μουσουλμανική πίστη και τη συσχέτιση της μουσουλμανικής κοινότητας με το έγκλημα και την ανασφάλεια στην πόλη της Νιμ και ότι ήταν πιθανό να προκαλέσει ένα έντονο συναίσθημα απόρριψης ή εχθρότητας προς αυτήν την ομάδα. Επιπλέον έκρινε ότι δημοσιοποιώντας εν γνώσει του τον τοίχο του στο …………….., ο προσφεύγων είχε αναλάβει την ευθύνη για το περιεχόμενο των δημοσιευμένων σχολίων – το οποίο, σύμφωνα με τις δηλώσεις που είχε κάνει για να δικαιολογήσει τη θέση του, το θεώρησε συμβατό με την ελευθερία της έκφρασης – και ότι η ιδιότητά του ως πολιηκού προσώπου απαιτούσε ακόμη μεγαλύτερη επαγρύπνηση από την πλευρά του. Ο προσφεύγων άσκησε αίτηση αναίρεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο με απόφαση της 17ης Μαρτίου 2015 απέρριψε την αναίρεσή του. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η καταδίκη του λόγω σχολίων που δημοσιεύτηκαν από άλλους στον τοίχο του στο …………………. παραβίαζε το άρθρο 10 της Σύμβασης. Στη συνέχεια το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι το Ποινικό Δικαστήριο της Νιμ είχε διαπιστώσει ότι ο προσφεύγων, ο οποίος με δική του πρωτοβουλία είχε δημιουργήσει μια υπηρεσία επικοινωνίας ανοιχτή στο κοινό, είχε αφήσει τα προσβλητικά σχόλια ορατά για περίπου έξι εβδομάδες αφότου είχαν δημοσιευτεί, χωρίς να ληφθούν άμεσα μέτρα για να σταματήσει τη διάδοση και δημοσίευσή τους. Το Εφετείο της Νιμ, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε αφενός ότι ο προσφεύγων είχε εν γνώσει του δημοσιεύσει την ως άνω ανάρτησή του στον τοίχο του λογαριασμού του στο …………………….., και πράττοντας κατά αυτόν τον τρόπο είχε αναλάβει την ευθύνη για το περιεχόμενο των δημοσιευμένων σχολίων, και αφετέρου ότι δεν είχε ενεργήσει αμέσως για να σταματήσει τη διάδοση των εν λόγω σχολίων και ότι είχε επίσης αιτιολογήσει τη θέση του λέγοντας ότι κατά τη γνώμη του τέτοια σχόλια ήταν συμβατά με την ελευθερία της έκφρασης και, ως εκ τούτου, τα είχε αφήσει σκόπιμα στη σελίδα του στο …………….. Όσον αφορά στη φύση των σχολίων το Δικαστήριο σημείωσε καταρχάς ότι ήταν προφανώς παράνομα. Και το Ποινικό Δικαστήριο και το Εφετείο είχαν διαπιστώσει ότι τα σχόλια καθόριζαν και υπογράμμιζαν με σαφήνεια την ομάδα των ενδιαφερομένων, δηλαδή τους μουσουλμάνους. Επίσης η συσχέτιση της μουσουλμανικής κοινότητας με το έγκλημα και την ανασφάλεια στην πόλη της Νιμ, εξισώνοντας την εν λόγω ομάδα με «εμπόρους ναρκωτικών και ιερόδουλες» που «βασιλεύουν», «αποβράσματα που πουλάνε ναρκωτικά όλη μέρα» ή εκείνους που ήταν υπεύθυνοι για «ρίψη πετρών στα αυτοκίνητα λευκών ανθρώπων», ήταν πιθανό να ξεσηκώσει και να δημιουργήσει ένα ισχορό αίσθημα απόρριψης ή εχθρότητας προς την ομάδα ανθρώπων μουσουλμανικής πίστης- και από την άλλη πλευρά, η έκφραση “Φιλιά στην […..]”, που αναφέρεται στην ……, η οποία συσχετίζονταν με τον ………., τον αντιδήμαρχο της …… που είχε παρουσιαστεί ως κατευθυνόμενος, καθώς είχε παραχωρήσει την πόλη στους μουσουλμάνους και, συνεπώς, συνέβαλε στην γενικότερη ανασφάλεια της πόλης, ήταν τέτοια που συνέδεε την ………….., λόγω της συμμετοχής της στη μουσουλμανική κοινότητα με την αλλοίωση της πόλης, και συνεπώς προκαλούσε μίσος και βία εναντίον της. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η ανεκτικότητα και ο σεβασμός της ίσης αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων συνιστούν τα θεμέλια μιας δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας. Θα μπορούσε επομένως να θεωρηθεί απαραίτητο να τιμωρούνται ή ακόμη και να αποτρέπονται όλες οι μορφές έκφρασης που διαδίδουν, υποκινούν, προωθούν ή δικαιολογούν μίσος με βάση τη μισαλλοδοξία. Παράλληλα, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η ιδιαίτερη ευθύνη των πολιτικών στην καταπολέμηση της «ρητορικής μίσους» είχε τονιστεί από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στη σύσταση R [97] 20 σχετικά με τη «ρητορική μίσους» και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας. Εφόσον εξέτασε τα προσβλητικά σχόλια που δημοσίευσαν οι ……. και ………., το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν τα εθνικά δικαστήρια ήταν απολύτως δικαιολογημένα. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε είχε προκαλέσει σαφώς μίσος και βία. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου οι προσωπικές επιθέσεις μέσω προσβολών, χλευασμού ή δυσφήμισης που απευθύνονταν σε ορισμένα τμήματα του πληθυσμού ή η υποκίνηση μίσους και βίας κατά ενός προσώπου λόγω ιδιότητας μέλους μιας συγκεκριμένης θρησκείας, ήταν επαρκείς για τις αρχές κατά τρόπο ώστε να θέσουν ως προτεραιότητα την καταπολέμηση αυτής της συμπεριφοράς, όταν αντιμετωπίζουν ανεύθυνη χρήση της ελευθερίας της έκφρασης που υπονόμευε την αξιοπρέπεια, ή ακόμα και την ασφάλεια, των πληθυσμιακών ομάδων. Όσον αφορά στην ευθύνη του προσφεύγοντος για δηλώσεις που δημοσιεύτηκαν από τρίτους, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα σχόλια έπρεπε να εξεταστούν στο πλαίσιο της τοπικής πολιτικής συζήτησης, σχετικά με την προεκλογική εκστρατεία για τις βουλευτικές εκλογές. Ας σημειωθεί ότι το Δικαστήριο υπογραμμίζει την ύψιστη σημασία της ελευθερίας της έκφρασης στο πλαίσιο της πολιτικής συζήτησης και θεωρεί ότι απαιτούνταν πολύ ισχυροί λόγοι για να δικαιολογηθούν οι περιορισμοί στην πολιτική ομιλία εν όψει των εκλογών. Γνώμες και πληροφορίες κάθε είδους θα πρέπει να επιτρέπονται και να κυκλοφορούν ελεύθερα. Εντούτοις, [το Δικαστήριο] αναφέρθηκε στη διαπίστωσή του ότι τα σχόλια που έγιναν στην εξεταζόμενη υπόθεση ήταν σαφώς παράνομα. Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων δεν είχε επικριθεί για χρήση του δικαιώματος του στην ελευθερία της έκφρασης, ιδίως στο πλαίσιο της πολιτικής συζήτησης αλλά κατηγορείτο για έλλειψη επαγρύπνησης και ανταπόκρισης σε σχέση με τα σχόλια που αναρτώνται στον τοίχο του στο ………………… Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσο και το Εφετείο βασίστηκαν στην ευθύνη του προσφεύγοντος σε επαρκείς και σχετικούς λόγους σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 10 της Σύμβασης. Όσον αφορά στα μέτρα που έλαβε ο προσφεύγων, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν θεσπίσει την ευθύνη εκ μέρους του με βάση διάφορους παράγοντες. Ο προσφεύγων είχε κάνει εν γνώσει του δημόσια τη σελίδα του στο ………………., επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο στους φίλους του να δημοσιεύουν σχόλια εκεί, ενώ παράλληλα είχε καθήκον να παρακολουθεί το περιεχόμενο των δημοσιευμένων δηλώσεων. Επιπλέον, το Ποινικό Δικαστήριο είχε τονίσει ότι ο προσφευγων δεν μπορούσε να αγνοήσει ότι ο λογαριασμός του ήταν πιθανό να προσελκύει σχόλια πολιτικής φύσης, τα οποία εξ ορισμού ήταν εχθρικά και ως εκ τούτου θα έπρεπε να τα παρακολουθεί ακόμα πιο στενά. Το Εφετείο είχε κρίνει, κατά παρόμοιο τρόπο, ότι η ιδιότητά του ως πολιτικού προσώπου απαιτούσε ακόμη μεγαλύτερη επαγρύπνηση από την πλευρά του. Το Ποινικό Δικαστήριο είχε σημειώσει συγκεκριμένα ότι τα σχόλια του …………. ήταν ακόμα ορατά έξι εβδομάδες μετά την ανάρτησή τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι λόγοι που αναφέρθηκαν από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και το Εφετείο σχετικά με τα μέτρα που έλαβε ο προσφεύγων ήταν σχετικά και επαρκή για τους σκοπούς του άρθρου 10 της Σύμβασης. Όσον αφορά στην ευθύνη των συντακτών των σχολίων, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι είχαν ταυτοποιηθεί Ο προσφεύγων είχε θεωρηθεί υπεύθυνος, σύμφωνα με το άρθρο 93-3 του νόμου της 29ης Ιουλίου 1982, ως δημιουργός διαδικτυακής ιστοσελίδας δημόσιας επικοινωνίας. Τα σχόλια στην εξεταζόμενη υπόθεση ήταν σαφώς παράνομα και παραβίαζαν τους όρους χρήσης του ………………. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν ως εκ τούτου βασίσει τις αποφάσεις τους σε σχετικούς και επαρκείς λόγους. Όσον αφορά τις συνέπειες των εθνικών διαδικασιών για τον προσφεύγοντα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι είχε καταδικαστεί να πληρώσει πρόστιμο τριών χιλιάδων [3.000] ευρώ. Έκρινε ότι, έχοντας κατά νου την ποινή που μπορούσε να του επιβληθεί και την έλλειψη τυχόν άλλων συνεπειών, η παρέμβαση στο δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης του προσφεύγοντος δεν ήταν δυσανάλογη. Στις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόφαση των εθνικών δικαστηρίων να καταδικάσουν τον προσφεύγοντα λόγω της αδυναμίας του να λάβει άμεσα μέτρα για τη διαγραφή των παράνομων σχολίων που δημοσιεύτηκαν από άλλους στον τοίχο του στο …………………, σε σχέση με την προεκλογική του
εκστρατεία, βασίστηκε σε σχετικούς και επαρκείς λόγους, έχοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στο εναγόμενο κράτος. Κατά συνέπεια, η παρέμβαση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία». Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.
VII. Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 7 και 8 Ν.2112/1920, 1, 2 και 5 Ν.3198/1955, 1, 3 & 5 β.δ. της 16.7.1920/18.7.1920, 2 παρ.4 & 32 Ν.2556/1997 προκύπτει ότι η καταγγελία, ρητή ή σιωπηρή, με την οποία λύεται η σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου [άρθρα 361, 648, 669 και 672 ΑΚ] είναι μονομερής, απευθυντέα και κατά κανόνα αναιτιώδης δικαιοπραξία, δηλαδή δεν απαιτείται να αιτιολογείται από τον καταγγέλλοντα εργοδότη και το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, ενώ παράλληλα έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, δηλαδή μόλις περιέλθει η σχετική δήλωση βούλησης στον αντισυμβαλλόμενο εργαζόμενο, αδιακρίτως του τρόπου ανακοίνωσής της σε αυτόν, προφορικά, εγγράφως ή δι’ αγγέλου, λύεται για το μέλλον η έννομη σχέση είτε αμέσως [απρόθεσμη καταγγελία] είτε με την πάροδο ορισμένης προθεσμίας. Επί ακυρότητας της καταγγελίας η διαπλαστική της ενέργεια δεν επέρχεται, η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται και η δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας [άρθρα 68&70 ΚΠολΔ, 167, 168, 169, 174 & 180 ΑΚ] απλώς επιβεβαιώνει την έκτοτε ανυπαρξία του ως άνω αποτελέσματος της. Η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας από τον εργοδότη επιφέρει ακυρότητα της καταγγελίας [άρθρα 281 ΑΚ & 25 παρ.3 Συντάγματος]. Τους συγκεκριμένους λόγους [ή το λόγο] εξαιτίας των οποίων η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας είναι καταχρηστική, ήτοι υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ο εργαζόμενος οφείλει να επικαλεσθεί σαφώς και ορισμένως στο δικόγραφο της αγωγής για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και να αποδείξει [άρθρα 216 παρ.1,111 παρ.2 & 106 ΚΠολΔ], Καταχρηστική είναι η καταγγελία [και] όταν έγινε, αποκλειστικά και μόνο, από εκδίκηση στο πρόσωπο του εργαζομένου, συνεπεία προηγούμενης νόμιμης συμπεριφοράς του [εργαζομένου] μη αρεστής στον εργοδότη. Το προαναφερόμενο νομικό καθεστώς δεν άλλαξε από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.] ούτε μετά την κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη [ΑναθΕΚΧ] που ισχύει από 20.1.2016 [άρθρα πρώτο και τέταρτο κυρωτικού Ν.4359/2016 και 28 παρ.1 του Συντάγματος]. Ειδικότερα από τα άρθρα 30-Κεφάλαιο [IV] του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. [(EL) Εφημερίδα Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων/18.12.2000/C 364/15] και 24 στοιχεία (α), (β) -μέρος [Π] του Ν.4359/2016 προκύπτει ότι ακόμη και αν δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για την καταγγελία από τον εργοδότη της σύμβασης ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου το κύρος της καταγγελίας δεν θίγεται. Ως εκ τούτου, η αποφατική ή θετική αναφορά σε βάσιμο λόγο καταγγελίας αποβαίνει αλυσιτελής και το κύρος της καταγγελίας, που ήδη
έχει γίνει, εξακολουθεί να ελέγχεται εξατομικευμένα μόνο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, όπως και προηγουμένως, ύστερα από αγωγή του εργαζομένου στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Η επίκληση από τον εργοδότη των λόγων [ή του λόγου], που τον οδήγησαν στην καταγγελία της σύμβασης ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, της οποίας αιτήματα είναι η αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και η επιδίκαση μισθών υπερημερίας [ΑΠ 521/2022 & ΑΠ 366/2020 www.areiospagos.gr]. Επιπροσθέτως στην καταγγελία εφαρμόζεται η αρχή του εσχάτου μέσου [ultima ratio]. Ο εργοδότης πρέπει να εξετάσει αν ο επιδιωκόμενος επιχειρηματικός σκοπός μπορεί να επιτευχθεί με τρόπο και μέσα λιγότερο επαχθή για τον εργαζόμενο, και αν πράγματι συμβαίνει αυτό, να προτιμήσει το ηπιότερο εναλλακτικό μέσο αντί της καταγγελίας. Αυτό μπορεί να είναι η απασχόληση σε άλλη θέση, η μεταβολή των όρων εργασίας ακόμη και επί το δυσμενέστερο [εφόσον ο μισθωτός δέχεται], η μερική απασχόληση κ.α. Η καταγγελία είναι η δραστικότερη επέμβαση του ενός συμβαλλομένου στο συμφέρον του άλλου από ενεργό σύμβαση [Vertragsinteresse]. Για αυτό επιτρέπεται μόνο αν είναι μέτρο αναγκαίο και κατάλληλο για την εξυπηρέτηση του καλώς νοούμενου συμφέροντος της επιχείρησης-οι υποκειμενικές εκτιμήσεις του εργοδότη υποχωρούν σε σημαντικό βαθμό-και δεν υπάρχει δυσαναλογία μεταξύ της ωφέλειας που επιδιώκει ο εργοδότης και της βλάβης που προκαλείται στον εργαζόμενο. Η αρχή του εσχάτου μέσου αποτελεί αναμφισβήτητα έκφανση της αρχής της αναλογικότητας και οπωσδήποτε εμπεριέχεται στην έννοια της καλής πίστης. Η εφαρμογή της ultima ratio στην καταγγελία δεν είναι απεριόριστη. Το ηπιότερο μέσο πρέπει να είναι εξίσου πρόσφορο, όπως η καταγγελία, για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ο εργοδότης να είναι πράγματι σε θέση, από νομικής και ουσιαστικής πλευράς, να το εφαρμόσει. Αν οι λόγοι είναι οικονομοτεχνικοί ο εργοδότης οφείλει να εξετάσει αν ο σκοπός του επιτυγχάνεται με μέτρα που δεν συνεπάγονται τη λύση της σύμβασης [π.χ. περικοπή υπερωριών, διακοπή προσωρινής απασχόλησης, μη ανανέωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου, προσφυγή στη μερική απασχόληση κ.α.] Αν δεν μπορεί να επιβάλει το ηπιότερο μέτρο μονομερώς, λόγω της αρχής pacta sunt servanda, οφείλει να το προτείνει στον εργαζόμενο, έστω μέσω τροποποιητικής καταγγελίας. Όταν οι λόγοι της απόλυσης σχετίζονται με το πρόσωπο ή τη συμπεριφορά του εργαζομένου, είναι ζήτημα αν και σε ποιό βαθμό εφαρμόζεται η αρχή του εσχάτου μέσου [Λεβέντης σε Λεβέντη/Παπαδημητρίου Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, σελ.914επ.·Ζερδελής, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, σελ.1072 επ.- ο ίδιος, Η απόλυση ως ultima ratio, σελ.139επ.· ο ίδιος, Δίκαιο Καταγγελίας, σελ.346επ.]. Έχει υποστηριχθεί η άποψη, ότι η αρχή του εσχάτου μέσου δεν πρέπει να έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις αυτές διότι τα κριτήρια του κύρους της καταγγελίας είναι διαφορετικά. Το βασικό πεδίο εφαρμογής της αρχής του εσχάτου μέσου είναι, κατά την άποψη αυτή, οι απολύσεις για οικονομοτεχνικούς λόγους, επειδή οι λόγοι αυτοί ανάγονται στη σφαίρα κινδύνου του εργοδότη και συνεπώς η κοινωνικοοικονομική ευθύνη του έναντι των εργαζομένων είναι μεγαλύτερη. Η άποψη αυτή ορθώς διακρίνει την ποιοτική διαφορά προτεραιοτήτων και συμφερόντων ανάλογα με το λόγο καταγγελίας. Ωστόσο και στις καταγγελίες που σχετίζονται με το πρόσωπο του εργαζομένου η αρχή της ultima ratio διατηρεί τη σημασία της. Εφόσον το πρόβλημα συνδέεται με τη θέση ή το αντικείμενο εργασίας και συνεπώς αντιμετωπίζεται επαρκώς με τη μετάθεση ή την αλλαγή αντικειμένου, ο εργοδότης έχει καθήκον να δώσει προτεραιότητα στη λύση αυτή. Είναι βέβαια ένα θέμα, αν το καθήκον αυτό ισχύει ακόμη και όταν είναι αβέβαιο, αν ο εργαζόμενος θα αποδώσει στη νέα θέση. Δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη να αναλάβει ο εργοδότης τον κίνδυνο μιας νέας αποτυχίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις παίζει ρόλο η ήδη δημιουργηθείσα αρνητική πρόγνωση [Αντικειμενικά στοιχεία στον έλεγχο της τυχόν καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας παρεισφρύουν και μέσω της θεωρίας περί (αρνητικής) πρόγνωσης. Η θεωρία (ή αρχή) της πρόγνωσης-δημιούργημα της γερμανικής θεωρίας περί κοινωνικά δικαιολογημένης καταγγελίας (sozialgerechtfertigte Kundigung)-OTipaivci ότι η καταγγελία είναι δικαιολογημένη όταν η αιτία της, αντικειμενικώς εκτιμώμενη, επηρεάζει αρνητικά την περαιτέρω εξέλιξη της εργασιακής σχέσης. Σκοπός της αρχής είναι η προστασία της επιχείρησης («το καλώς νοούμενο συμφέρον») από μελλοντικές βλαπτικές επιδράσεις κατά τη λειτουργία της εργασιακής σχέσης. Ταυτοχρόνως τίθεται φραγμός στο να προσλαμβάνει η απόλυση χαρακτήρα κύρωσης για προβλήματα του παρελθόντος. Κατά τη χαρακτηριστική έκφραση η καταγγελία δικαιολογείται κοιτάζοντας προς τα εμπρός και όχι προς τα πίσω. Η αρχή της πρόγνωσης υποχρεώνει έτσι τον εργοδότη να δώσει μια ευκαιρία στον εργαζόμενο, αν αυτή υπάρχει. Στην ελληνική νομολογία δεν έχει καθιερωθεί ως αυτοτελής αρχή. Εν τούτοις ενυπάρχει ως στοιχείο αξιολόγησης σε πολλές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις που δέχονται ως λόγο τον κλονισμό της σχέσης εμπιστοσύνης καταγγελίας ή την έλλειψη πνεύματος συνεργασίας μεταξύ των μερών, ή που συνεκτιμούν ως βαρόνον στοιχείο την πρσηγηθείσα προειδοποίηση του μισθωτού, ουσιαστικά κρίνουν με βάση την αρχή της πρόγνωσης]. Αν το πρόβλημα έγκειται στη συμπεριφορά του μισθωτού [π.χ. μειωμένη απόδοση, παράβαση καθηκόντων], ως ηπιότερο μέσο θα μπορούσε να θεωρηθεί η προηγούμενη παρατήρηση ή η επιβολή πειθαρχικής ποινής [αν προβλέπεται τέτοια διαδικασία]. Κατά αυτόν τον τρόπο αποκτά και περισσότερη αξιοπιστία στη δίκη ο σχετικός ισχυρισμός του εργοδότη. Αυτά όμως δεν ισχύουν κατά τρόπο απόλυτο. Η σχέση εργασίας έχει έντονο το προσωπικό στοιχείο και αυτό λειτουργεί υπερβατικά σε σχέση με την αρχή του εσχάτου μέσου. Ο εργοδότης μπορεί να ισχυρισθεί βασίμως, ότι κανένα ηπιότερο μέτρο, ακόμη κι αν υφίστατο και πιθανώς να το δεχόταν ο εργαζόμενος, δεν θα επαρκούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση για την αντιμετώπιση του δεδομένου προβλήματος΄ ή ότι η πρόγνωση για την εξέλιξη της εργασιακής σχέσης στο μέλλον είναι ήδη αρνητική- ή ότι επήλθε κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης. Στις περιπτώσεις αυτές δικαιολογείται αμέσως καταγγελία [ΑΠ 308/2011 Ε.Εργ.Δ.2012.91, ΑΠ 50/2011 Δ.Ε.Ν. 2011.721, ΑΠ 703/2006 Ε.Εργ.Δ.2006.1492. Με παγιωμένη διατύπωση το Ακυρωτικό δέχεται ότι η πρόβλεψη στον κανονισμό εργασίας πειθαρχικών παραπτωμάτων και ποινών δεν αφαιρεί από τον εργοδότη το δικαίωμα της έκτακτης καταγγελίας χωρίς προηγούμενη τήρηση της πειθαρχικής διαδικασίας, αν το πειθαρχικό παράπτωμα διαταράσσει σε τέτοιο βαθμό την ομαλή λειτουργία της σύμβασης, ώστε να καθιστά μη ανεκτή τη συνέχισή της]. Το προσωπικό στοιχείο λειτουργεί ως οιονεί σπουδαίος λόγος [ΑΚ 672], που η συνδρομή του παρακάμπτει τους περιορισμούς από την αρχή του εσχάτου μέσου ή τα κοινωνικά κριτήρια επιλογής, που ισχύουν στην τακτική καταγγελία. Ούτε είναι καταχρηστική η απόφαση του εργοδότη να καταφύγει αμέσως στην καταγγελία για το λόγο ότι σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν είχε αρκεσθεί σε ηπιότερα μέτρα έναντι άλλων εργαζομένων΄ η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εφαρμόζεται στην καταγγελία [αν και δεν πρόκειται περί αυτού]. Η τήρηση της αρχής του εσχάτου μέσου τότε μόνο μπορεί να απαιτηθεί από τον εργοδότη, όταν δεν προσκρούει σε κανόνες αναγκαστικού δικαίου ή σε δικαιώματα τρίτων [βλ. Κ. Μπακό-πουλος, Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, 2012, σ.69-79].
VIII. Στην προκείμενη περίπτωση ο ενάγων εκθέτει ότι προσελήφθη από την εναγόμενη εταιρεία την 31η Οκτωβρίου του έτους 2011 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργασθεί ως διευθυντής καταστήματος στην πόλη της Ξάνθης. Αναφέρει, ακόμη, ότι τον Ιούνιο του 2015 ανέλαβε τη θέση του διευθυντή του καταστήματος της εναγόμενης εταιρείας στο εμπορικό κέντρο ……………. που βρίσκεται στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Μνημονεύει, επίσης, ότι από τη στιγμή που τοποθετήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ο περιφερειακός διευθυντής της εναγόμενης εταιρείας [……………..] επεδείκνυε απέναντι του στάση εχθρική και εμπαθή. Συγκεκριμένα, παραθέτει ότι στις αρχές του έτους 2017, και ενώ στην πόλη της Θεσσαλονίκης επικρατούσαν ακραία καιρικά φαινόμενα, ο περιφερειακός διευθυντής δεν έδιδε την έγκρισή του για να αποχωρήσει το προσωπικό της εταιρείας νωρίτερα, μολονότι ο ίδιος [ενάγων] το ζητούσε επίμονα. Κατόπιν του ως άνω γεγονότος καταθέτει ότι ο περιφερειακός διευθυντής τον αξιολόγησε ως «επιτυχή» και όχι ως «Πολύ επιτυχή». Υποστηρίζει, παράλληλα, ότι από την αρχή λειτουργίας του καταστήματος ζητούσε επίμονα από τον περιφερειακό διευθυντή να επιμεληθεί της επιδιόρθωσης – αντικατάστασης του συστήματος κλιματισμού – εξαερισμού, το οποίο ήταν ελαττωματικό, πλην όμως ο τελευταίος δυσανασχετούσε. Ιστορεί, περαιτέρω, ότι εξ αυτού του λόγου [ήτοι της άρνησης του περιφερειακού διευθυντή να επιμεληθεί του ως άνω προβλήματος] βαθμολόγησε πολύ χαμηλά τον περιφερειακό διευθυντή κατά την αξιολόγηση του έτους 2018. Ισχυρίζεται, ταυτόχρονα, ότι ο περιφερειακός διευθυντής, ενόψει της διαδικασίας συνεντεύξεων για προσλήψεις, επισκέφθηκε τον ίδιο στον τόπο εργασίας του και δεν ξεκαθάρισε εάν προβλεπόταν το γραπτό ερωτηματολόγιο ή η προφορική συνέντευξη, με αποτέλεσμα να προχωρήσει [ο ενάγων] σε γραπτές συνεντεύξεις, γεγονός το οποίο αποτέλεσε την αφορμή να δεχθεί επίπληξη από τον προϊστάμενο του τμήματος ανθρώπινου δυναμικού. Επιπροσθέτως δε, κάνει μνεία ότι ο περιφερειακός διευθυντής τον επέπληττε χωρίς βάσιμη αίτια συνεχώς για τον τρόπο οργάνωσης του χρόνου εργασίας του, ο οποίος δεν ήταν προσαρμοσμένος στις ανάγκες του καταστήματος. Αναφέρει, ακόμη, ότι προέβη κατά την εκδήλωση ενός sport event στην πόλη της Θεσσαλονίκης στην εκτύπωση σε t-shirt για την υποστήριξη της ομάδας καλαθοσφαίρισης με την επωνυμία «………………..» του εταιρικού σλόγκαν …………… με τα στοιχεία άλλης επιχείρησης ελαστικών, μη ανταγωνιστικής προς την εναγόμενη εταιρεία, οικονομικών συμφερόντων του αδελφού του, γεγονός το οποίο προκάλεσε την αντίδραση του περιφερειακού διευθυντή, ο οποίος τον επέπληξε διότι «για τη χρήση του συγκεκριμένου σλόγκαν δεν είχε την έγκριση της εταιρείας και ασφαλώς τίθεται ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων όταν χρησιμοποιείται περιεχόμενο ή εκφράσεις που εμφανώς παραπέμπουν στην εταιρεία για την προώθηση προσωπικών ή οικογενειακών του [ενάγοντος] συμφερόντων». Πέραν τούτων μνημονεύει ότι κατά το έτος 2021 συμμετείχε σε διαδικτυακές συναντήσεις της εναγόμενης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης για ζητήματα διαφορετικότητας και ενσωμάτωσης «Diversity and Inclusion» και ότι σε μία εκ των ως άνω συναντήσεων ανέφερε ότι «Προσωπικά επιθυμώ ωστόσο να μην δω τον γιο μου όταν μεγαλώσει gay χωρίς αυτό να σημαίνει πως αυτό αν γίνει θα επιχειρήσω να τον αποτρέψω ή ότι θα τον αποκληρώσω», και ότι ποτέ δεν εξέφρασε την αντίθεσή του σε άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Καταθέτει, επιπλέον, ότι το Σεπτέμβριο του 2017 βραβεύθηκε ως ο καλύτερος διευθυντής στην Ευρώπη, ενώ συνέβαλε αποφασιστικά στην προώθηση των κοινωνικών δράσεων της εναγόμενης εταιρείας. Συγχρόνως, εκθέτει ότι στις 28.4.2021 η εναγόμενη εταιρεία κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας του, με ταυτόχρονη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Με βάση τα προαναφερόμενα διατείνεται ότι η εναγόμενη εταιρεία κατήγγειλε καταχρηστικά τη σύμβαση εργασίας του εμφορούμενη από αισθήματα εκδίκησης, έχθρας και εμπάθειας στο πρόσωπό του διότι διεκδικούσε τα νόμιμα δικαιώματά του, και επικουρικά διότι δεν υφίσταται βάσιμος λόγος απόλυσης. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητά (i) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 28.4.2021 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, (ii) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης εταιρείας να αποδέχεται τις υπηρεσίες του από τη θέση την οποία αυτός κατείχε και με τα καθήκοντα που αυτός ασκούσε πριν από την άκυρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του με την απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής ποσού πεντακοσίων ευρώ [500€] για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης στην απόφαση που θα εκδοθεί, (iii) να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να του καταβάλει [με απόφαση προσωρινά εκτελεστή] για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος που εκτείνεται από τις 29.4.2021 έως τις 29.4.2022 το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων οκτακοσίων τριών ευρώ και δεκαεννέα λεπτών [35.803,19€] (στο ως άνω ποσό συμπεριλαμβάνονται και τα επιδόματα εορτών), και (iν) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης εταιρείας να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ [10.000€], ενώ επιπροσθέτως ζητά να του επιδικασθούν όλα τα προαναφερόμενα ποσά με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό και ληξιπρόθεσμο. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή παραδεκτά, και αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στις προεκτεθείσες με στοιχεία I, ΙΙ, ΙΙΙ & VΙΙI μείζονες σκέψεις καθώς και σε εκείνες των άρθρων 648,649,653, 655, 656 & 669 Αστικού Κώδικα, 5 παρ.3 εδ. α Ν.3198/1955, 1 και 3 Ν.2112/1920 [για τους μισθούς υπερημερίας], 1 παρ.1 & 2 Ν.1082/1980 και 1 παρ.1 & 2, 3 παρ.1 & 6 της 19.040/1981 Κ.Υ.Α. Οικονομικών και Εργασίας [για τα επιδόματα εορτών], και 914 και 932 ΑΚ [για την ηθική βλάβη]. Κατόπιν τούτων η αγωγή πρέπει να εξετασθεί εάν είναι ουσιαστικά βάσιμη.
- Από την εκτίμηση (i). της [ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου] ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, ήτοι του ……………του ……………….., (ii) των ……./10.10.2022 &. …………../10.10.2022 ένορκων βεβαιώσεων του ………………. του …… και της ……………. του ……………………….. αντίστοιχα [μαρτύρων του ενάγοντας], οι οποίες δόθηκαν νομότυπα ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ορέστη ………………., και (iii) των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη εταιρεία έχει ως αντικείμενο της εμπορικής δραστηριότητας της την εισαγωγή και λιανική πώληση στην Ελλάδα των αθλητικών ειδών της εδρεύουσας στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής πολυεθνικής εταιρείας με την επωνυμία ………………….. Παράλληλα η ως άνω πολυεθνική εταιρεία αγωνίζεται εντατικά κατά της ομοφοβίας και για την προστασία των ανθρώπων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Ο ενάγων προσελήφθη από την εναγόμενη εταιρεία την 31.10.2011 για να εργασθεί ως διευθυντής καταστήματος στην πόλη της Ξάνθης. Ακολούθως και δη τον Ιούνιο του 2015 ο ενάγων ανέλαβε τη θέση του διευθυντή του καταστήματος της εναγόμενης εταιρείας στο εμπορικό κέντρο …………………….. που βρίσκεται στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Κατά το έτος 2021 ο ενάγων συμμετείχε σε διαδικτυακές συναντήσεις της εναγόμενης εταιρείας για ζητήματα διαφορετικότητας και ενσωμάτωσης «Diversity and Inclusion» και σε μία εκ των ως άνω συναντήσεων ανέφερε ότι «Προσωπικά επιθυμώ ωστόσο να μην δω τον γιο μου όταν μεγαλώσει gay χωρίς αυτό να σημαίνει πως αυτό αν γίνει θα επιχειρήσω να τον αποτρέψω ή ότι θα τον αποκληρώσω», ενώ παράλλλα εξέφρασε τη δυσαρέσκεια του για τους ανθρώπους με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Η δήλωση αυτή του ενάγοντος προκάλεσε αντίδραση έτερων συμμετεχόντων με αποτέλεσμα εν τέλει ο ενάγων, όπως ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του, να ζητήσει συγγνώμη. Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων είχε έναντι της εργοδότριας εταιρείας αυξημένες υποχρεώσεις πίστης, οι οποίες εκδηλώνονται με την υποχρέωσή του να παραλείψει κάθε ενέργεια που έρχεται σε αντίθεση προς τους επιδιωκόμενους από την εργοδότρια σκοπούς και στοχεύει στη ματαίωσή τους, και συγκεκριμένα όφειλε, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη με στοιχεία II σκέψη της απόφασης αυτής, να μην εκφράζει δημόσια απόψεις, που έρχονται σε σύγκρουση με θεμελιώδεις κανόνες και αξίες που πρεσβεύει η εναγόμενη εταιρεία, ήτοι για την προάσπιση των δικαιωμάτων των ανθρώπων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Ας σημειωθεί ότι ο ενάγων ως διευθυντής κεντρικού καταστήματος ευρισκόμενου σε στρατηγικό και κομβικό εμπορικό σημείο ήταν επιφορτισμένος με τη συμβατική υποχρέωση πίστης να μην αντιστρατεύεται τους στόχους και τις επιδιώξεις της εργοδότριας εταιρείας.
Η ως άνω δήλωση προκάλεσε αναστάτωση στη διοίκηση της πολυεθνικής εταιρείας με την επωνυμία ……….., και κατόπιν ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των διοικούντων, η ……………….., υπεύθυνη ανθρώπινου δυναμικού της Νότιας Ευρώπης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «Είναι εντελώς απαράδεκτο ένας επικεφαλής καταστήματος να δηλώνει αυτές τις ιδέες, να είναι ασεβής προς την ομάδα και τις άλλες κοινότητες… Αυτή η συμπεριφορά είναι εντελώς αντίθετη με τις αξίες μας. Κάναμε πολλές συζητήσεις μαζί του στο παρελθόν και αντί να συμμορφωθεί και να δίνει το παράδειγμα, οι παρατηρήσεις του χειροτερεύουν προσβάλλοντας την ομάδα και τους καταναλωτές…». Ακολούθως, η εναγόμενη εταιρεία, λαμβάνοντας υπόψη την ως άνω πρόταση της …………………., κατήγγειλε στις 28.4.2021 τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος, καταβάλλοντας σε αυτόν την νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Στην προκείμενη περίπτωση, κατόπιν στάθμισης των αντικρουόμενων συμφερόντων, κρίνεται ότι ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης του ενάγοντος ήταν αναγκαίος για να εξουδετερωθούν οι προκαταλήψεις, το μίσος και η περιφρονημένη προστασία των δικαιωμάτων κοινωνικής ομάδας που έχει ιστορικά υποστεί διακρίσεις [βλ. την προαναφερόμενη απόφαση ……………….. κατά Ισλανδίας της 11.06.2020 (αριθμός προσφυγής ……../18)]. Καθίσταται, λοιπόν σαφές, ότι η ως άνω δήλωση του ενάγοντος, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν διεξοδικά και αναλυτικά στις σκέψεις της απόφασης αυτής με στοιχεία I, ΙΙ, και ΙΙΙ, συνιστά αναμφίβολα παράβαση των εργασιακών του καθηκόντων και αθέτηση της υποχρέωσης πίστης προς την εργοδότριά του, η οποία προκάλεσε κλονισμό της εμπιστοσύνης και δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, [AΠ 919/2022 & AΠ 230/2021]. Επιπροσθέτως, δεν αποδείχθηκε από κάποιο ασφαλές αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας ότι η εναγόμενη εταιρεία κατήγγειλε τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος, εμφορούμενη από αισθήματα εκδίκησης και έχθρας προς το πρόσωπο του ως άνω μισθωτού, επειδή διαμαρτυρήθηκε για την μη έγκαιρη αποχώρηση του προσωπικού από το κατάστημα στις αρχές του 2017 λόγω των έκτακτων καιρικών συνθηκών, και διότι έκανε συνεχώς αιτήματα για την επιδιόρθωση του συστήματος κλιματισμού-εξαερισμού. Ασφαλώς υπήρξε μία ένταση στις σχέσεις μεταξύ του ενάγοντος και του προϊσταμένου του …………….., ωστόσο το γεγονός αυτό δεν αποτέλεσε την αιτία της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος. Επιπλέον, στην εξεταζόμενη υπόθεση, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν αναλυτικά στην με στοιχεία VIII σκέψη της απόφασης αυτής, η ως άνω αθέτηση της συμβατικής υποχρέωσης πίστης του ενάγοντος διατάραξε σε μέγιστο βαθμό την ομαλή λειτουργία της σύμβασης εργασίας του, ώστε να καθιστά μη ανεκτή τη συνέχισή της [σύμβασης εργασίας] εκ μέρους της εναγόμενης εργοδότριας, και ως εκ τούτου δεν ήταν απαραίτητη η τήρηση της πειθαρχικής διαδικασίας και η λήψη ηπιότερου πειθαρχικού μέσου. Συνακόλουθα, πρέπει (i) η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, και (ii) να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους.
-Απορρίπτει την αγωγή.
-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα.
-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2023 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ν.Σ.