{ Επιμέλεια: Ελ. Αθανασόπουλος, δικηγόρος LL.M. (Nomopolis Law Courses) }
«3. Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήµατος του διαδίκου, πλην των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση, υπέρ του Ταµείου Χρηµατοδότησης ∆ικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.∆Ι.Κ.): α) ενώπιον Ειρηνοδικείου και Μονοµελούς Πρωτοδικείου παραβόλου ποσού είκοσι (20) ευρώ, β) ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου παραβόλου ποσού τριάντα (30) ευρώ, γ) ενώπιον του Εφετείου παραβόλου ποσού σαράντα (40) ευρώ. Στις περιπτώσεις που το αίτηµα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.∆Ι.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούµενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του ∆ηµοσίου. Αν υποβάλλεται κοινό αίτηµα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιµερίζεται ισοµερώς σε αυτούς.»
«3. Εκείνος που ασκεί το ένδικο µέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραµµατέας, ως εξής:
Α. Για το ένδικο µέσο της έφεσης: α) κατά απόφασης Ειρηνοδικείου παράβολο ποσού εβδοµήντα πέντε (75) ευρώ, β) κατά απόφασης Μονοµελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, γ) κατά απόφασης Πολυµελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ.
Β. Για το ένδικο µέσο της αναίρεσης: α) κατά απόφασης Ειρηνοδικείου παράβολο ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, β) κατά απόφασης Μονοµελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού τριακοσίων (300) ευρώ, γ) κατά απόφασης Πολυµελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ, δ) κατά απόφασης Εφετείου παράβολο ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.
Γ. Για το ένδικο µέσο της αναψηλάφησης: α) κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων, µονοµελών και πολυµελών πρωτοδικείων παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ, β) κατά αποφάσεων Εφετείου και του Αρείου Πάγου παράβολο ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ. «
Επίσης, αλλάζει το ύψος του παραβόλου και στην ανακοπή ερημοδικίας με τροποποίηση του αρ. 505 παρ. 2 ΚΠολΔ ως εξής:
«2. Ο ανακόπτων οφείλει να προκαταβάλει στη γραµµατεία του δικαστηρίου κατά την κατάθεση της ανακοπής το παράβολο που όρισε η ερήµην απόφαση και ανέρχεται για κάθε ανακόπτοντα: α) σε ποσό που δεν µπορεί να είναι µικρότερο από εκατόν είκοσι (120) ευρώ και µεγαλύτερο από διακόσια (200) ευρώ, αν αυτή εκδίδεται από το Ειρηνοδικείο, β) σε ποσό που δεν µπορεί να είναι µικρότερο από εκατόν πενήντα (150) ευρώ και µεγαλύτερο από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, αν αυτή εκδίδεται από το Μονοµελές Πρωτοδικείο, ή γ) σε ποσό που δεν µπορεί να είναι µικρότερο από διακόσια (200) ευρώ και µεγαλύτερο από τριακόσια (300) ευρώ, όταν εκδίδεται από το Πολυµελές Πρωτοδικείο ή το Εφετείο. Το ύψος του ποσού αναπροσαρµόζεται µε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και ∆ικαιοσύνης, ∆ιαφάνειας και Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο µέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή µερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο µε την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δηµόσιο ταµείο.»
«Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήµατος του διαδίκου, πλην των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση υπέρ του Ταµείου Χρηµατοδότησης ∆ικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.∆Ι.Κ.) παραβόλου ποσού πενήντα (50) ευρώ. Στις περιπτώσεις που το αίτηµα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.∆Ι.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούµενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του ∆ηµοσίου. Αν υποβάλλεται κοινό αίτηµα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιµερίζεται ισοµερώς σε αυτούς.»
«Στις περιπτώσεις εργατικών διαφορών, για τις οποίες καταβάλλεται δικαστικό ένσηµο, αυτό καθορίζεται σε ποσοστό τέσσερα τοις χιλίοις (4‰) επί της αξίας του αντικειµένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσηµο κατά τις οικείες διατάξεις.»
Τροποποιείται το άρθ. 7 § 3 ν.δ. 1544/1942 ως εξής: Άρθ. 7 § 3 ν.δ. 1544/1942: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓϡΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσηµείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασµού». [Όπως αντικ. µε άρθ. 33 § 1 ν. 4446/2016. Κατά το άρθ. 33 § 2 ν. 4446/2016: «Η διάταξη της προηγούµενης παραγράφου εφαρµόζεται στις εκκρεµείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από τη δηµοσίευση του παρόντος νόµου, εφόσον µετατραπούν σε αναγνωριστικές µετά τη δηµοσίευσή του».