ΜΠρΑθ 804/2019
Δικαστής: Ευάγγελος Στασινόπουλος, Πρωτοδίκης.
Δικηγόροι: Σοφ. Μπορνόβα, Χαρ. Μάντζιου.
Περίληψη: Προϋποθέσεις επιβολής ποινής τάξης (205-207 ΚΠολΔ).
Στην εν λόγω απόφαση 804/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο εγγυητής, που είχε επίσης απαλλαγεί από την εγγύηση, άσκησε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, κέρδισε την αίτηση αναστολής και ζήτησε από την αντίδικο διαχειρίστρια εταιρία του επίδικου δανείου να επιδείξει το πρωτότυπο της απόφασης που τον απάλλασσε από την εγγύηση της πιστωτικής σύμβασης. Σύμφωνα με την απόφαση, η καθ’ ης η ανακοπή δεν αμφισβήτησε την κατοχή του εγγράφου και δεν αντέκρουσε τον ισχυρισμό του ανακόπτοντος εγγυητή περί απαλλαγής του ως εγγυητή. Εκρίθη, ότι η καθ’ ης διαχειρίστρια εταιρία με γνώση της και δη με άμεσο δόλο, δεν προσκόμισε το έγγραφο που ζητούσε ο ανακόπτων, ούτε όμως αντέκρουσε τον ουσιώδη ισχυρισμό του περί συμβατικής απαλλαγής του από την δοθείσα εγγύηση στην αρχική πιστωτική σύμβαση, αλλά αντιθέτως επέμεινε στη διεξαγωγή δικών εναντίον του (προσωρινή διαταγή, ασφαλιστικά μέτρα, ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), επιδιώκοντας την είσπραξη της απαίτησης. Και αυτό παρά το γεγονός, ότι και με την εκδοθείσα σε βάρος της απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, είχε ήδη κριθεί, ότι ο ανακόπτων δεν ευθυνόταν ως εγγυητής. Ενόψει δε της χρονικής διάρκειας του συγκεκριμένου δικαστικού αγώνα, της φύσης της ένδικης διαφοράς ως περιουσιακής και της σοβαρότητας της λήψης μέτρων αναγκαστικής κατάσχεσης σε βάρος της περιουσίας του ανακόπτοντος, της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και της κοινωνικής κατάστασης του ανακόπτοντος, της επανειλημμένης άρνησης της καθ’ ης να απαντήσει επί του συναφούς αιτήματος και των ουσιωδών ισχυρισμών του ανακόπτοντος, το Δικαστήριο έκρινε, ότι πρέπει να επιβληθεί χρηματική ποινή, σύμφωνα με το άρθρο 205 ΚΠολΔ, κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος του ανακόπτοντος, ποσού 2.000 ευρώ, σε βάρος της καθ’ ης.
Η σχετική απόφαση αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπέρ του Δημοσίου, παρότι το τελευταίο δεν υπήρξε διάδικος στη δίκη επί της οποίας επιβλήθηκε η ποινή, ο δε τίτλος αυτός εκτελείται βάσει των διατάξεων του ΚΕΔΕ.
Όποιος βλάφθηκε από την παράβαση του καθήκοντος αληθείας του αντιδίκου του μπορεί να αξιώσει από τον παραβάτη αποζημίωση για περιουσιακή ζημία που έπαθε (επιπλέον αυτής που καλύφθηκε από τη δικαστική δαπάνη), καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητάς του και γενικά για ηθική βλάβη. Περιστατικά έκδοσης διαταγής πληρωμής σε βάρος φερόμενου ως εγγυητή, ο οποίος όμως είχε απαλλαγεί από την εγγύηση.
Απόσπασμα απόφασης:
«IV. Περαιτέρω, ο δικονομικός νομοθέτης παρέχει στο Δικαστήριο μέσα, τα οποία, χωρίς να επιδρούν στο ίδιο το περιεχόμενο της δικαιοδοτικής κρίσης επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, επιτρέπουν την κατασταλτική διασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, αλλά και την εμπέδωση της ιδέας της Δικαιοσύνης στη συνείδηση των παραγόντων της δίκης. Οι κυρώσεις αυτές, που καθιερώνονται στο Εικοστό Τρίτο Κεφάλαιο (ΚΓ΄) του ΚΠολΔ υπό τον τίτλο «Ποινές», και ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 205-207 ΚΠολΔ, είναι ευρύτερα γνωστές ως «ποινές τάξης». Μεταξύ των καθιερούμενων στα άρθρα 205 επ. ΚΠολΔ κυρώσεων, η ρύθμιση του άρθρου 205 προβλέπει την επιβολή χρηματικής ποινής [από χίλια (1.000 €) έως και δύο χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (2.500 €)] στο διάδικο ή στο νόμιμο εκπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο αν, εν γνώσει τους, ασκήσουν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο, ή αν διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή κατά παράβαση της αρχής της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης ή κατά παραβίαση του καθήκοντος αλήθειας (βλ. άρθρο 116 ΚΠολΔ). Η ρύθμιση του άρθρου 205 ΚΠολΔ ενεργοποιείται για την επιβολή χρηματικής ποινής σε διάδικο, νόμιμο εκπρόσωπο ή πληρεξούσιο δικηγόρο (στο μέτρο της ευθύνης καθενός από τα πρόσωπα αυτά) σε δύο ευρύτερες κατηγορίες περιπτώσεων. Η πρώτη αφορά την ενσυνείδητη άσκηση προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής ή ένδικου μέσου, και η δεύτερη σχετίζεται με την εξίσου ενσυνείδητη παρελκυστική διεξαγωγή της δίκης ή τη διεξαγωγή της κατά παράβαση των κανόνων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών ή του καθήκοντος αλήθειας. Η επιβολή χρηματικής ποινής, η οποία προϋποθέτει δικαστική ενέργεια για τη διαπίστωση της αβασιμότητας της αίτησης παροχής προστασίας, πραγματοποιείται με την έκδοση οριστικής απόφασης από το Δικαστήριο, που επελήφθη της αβάσιμης παροχής έννομης προστασίας, η οποία απόφαση κοινοποιείται στο Υπουργείο Οικονομικών, με επιμέλεια της Γραμματείας, καθώς η ποινή περιέρχεται, μετά το ν. 4335/2015 (οπότε και ουσιαστικά υιοθετήθηκε η αρχική ρύθμιση του Προσχεδίου του ΚΠολΔ), στο δημόσιο ταμείο. Η απόφαση αυτή αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπέρ του Δημοσίου, παρότι το τελευταίο δεν υπήρξε διάδικος στη δίκη, επί της οποίας επιβλήθηκε η ποινή, ο δε τίτλος αυτός εκτελείται βάσει των διατάξεων του ΚΕΔΕ, όπως, άλλωστε, γινόταν δεκτό κατ’ αντιστοιχία για το Ταμείο Νομικών, στο οποίο περιερχόταν η επιβληθείσα χρηματική ποινή, πριν την τροποποίηση του άρθρου 205 ΚΠολΔ με το ν. 4335/2015 [βλ. για τα ανωτέρω, Χρήστο Ευθυμίου, Η παράλειψη επιβολής χρηματικής ποινής κατ’ άρθ. 205 ΚΠολΔ από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως λόγος έφεσης, ΕφΑΔ 2019. 146, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και στη νομολογία, καθώς και Ι. Δεληκωστόπουλο, Η αναζήτηση της αλήθειας στην πολιτική δίκη (2016), σ. 345-346, σύμφωνα με τον οποίο, το άρθρο 205 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και σε περίπτωση δόλιας καταστρατήγησης του καθήκοντος αλήθειας και της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης]. Κύρια προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής τάξης του άρθρου 205 ΚΠολΔ, αποτελεί το στοιχείο της υπαιτιότητας με την μορφή άμεσου δόλου, χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος ή βαριά αμέλεια (ΑΠ 602/2015 ΧρΙΔ 2017. 203, ΑΠ 997/2008 ΕΠολΔ 2008. 882). Σημειωτέον ότι, όποιος βλάφθηκε από την παράβαση του καθήκοντος αληθείας του αντιδίκου του, μπορεί να αξιώσει από τον παραβάτη αποζημίωση για περιουσιακή ζημία που έπαθε (επιπλέον αυτής που καλύφθηκε από τη δικαστική δαπάνη), εφόσον η ζημία του τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράβαση, καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητάς του και γενικά για ηθική βλάβη, αφού μία τέτοια αγωγή (για αποζημίωση ή για ηθική βλάβη) δεν αντιμάχεται το ουσιαστικό δεδικασμένο, αλλά συμπορεύεται με αυτό [ΕφΛαρ 138/2004 ΕλλΔνη 45(2004). 840].
Ο ανακόπτων υπέβαλε με την προσθήκη του αίτημα επιβολής χρηματικής ποινής, κατ’ άρθρον 205 του ΚΠολΔ, σε βάρος της καθ’ ης ή της νομίμου εκπροσώπου της, ποσού άνω των 1.000 ευρώ, διότι δεν τήρησε τους κανόνες των χρηστών ηθών και το καθήκον αληθείας, στο πλαίσιο διεξαγωγής της παρούσας δίκης, καθόσον, μολονότι γνώριζε την απαλλαγή του από την εγγυητική ευθύνη του, κατά τα προαναφερθέντα, ωστόσο συνεχίζει μέχρι σήμερα τις δικαστικές ενέργειες εναντίον του, χωρίς νόμιμη αιτία, επειδή, όπως μεταξύ άλλων επί λέξει εκθέτει, η τελευταία αποσκοπεί «όντας πλέον χαμηλόμισθος μισθωτός να με εξοντώσει οικονομικά, ελπίζοντας να εγκαταλείψω την προσπάθειά μου να δικαιωθώ και έτσι να προχωρήσει σε κατάσχεση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου που διαθέτω εγώ και η οικογένειά μου…». Εν προκειμένω, δεκτής γενομένης της υπό κρίση ανακοπής ως ουσιαστικά βάσιμης, αποδείχτηκε ότι η καθ’ ης είναι εκείνη που με υπαιτιότητά της και δη με άμεσο δόλο διεξήγαγε την παρούσα δίκη, επιδεικνύοντας καταστρατήγηση του καθήκοντος αλήθειας και της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου: (α) Στην από … αίτησή της, ενώπιον της Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, επικαλέστηκε και προσκόμισε πρόσθετες πράξεις και νέα αυτοτελή σύμβαση που δεν αφορούσαν, κατά τα προαναφερθέντα, τον ανακόπτοντα. (β) O ανακόπτων άσκησε εναντίον της καθ’ ης, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, τη με αριθ. … μη αυτοτελή αίτηση προσωρινής διαταγής και την από … και με αριθμ. καταθ. … αίτηση αναστολής εκτέλεσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, επί των οποίων εκδόθηκαν, αντιστοίχως, η από … προσωρινή διαταγή του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών και η με αριθ. …, που ανέστειλαν την εκτέλεση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση της παρούσας οριστικής απόφασης. Ιδίως δε η ανωτέρω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων έκρινε ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί σε βάρος του ανακόπτοντος η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, εξαιτίας της συμβατικής απαλλαγής του, ως εγγυητή, από την επίδικη σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, επ’ ονόματι της πρωτοφειλέτριας «…», ακριβώς λόγω της προσκόμισης από τον ανακόπτοντα του από … εγγράφου απαλλαγής του. Επίσης, στην από … αίτηση αναστολής του, ο ανακόπτων εξέθεσε όλους τους νομικούς και πραγματικούς ισχυρισμούς περί της συμβατικής απαλλαγής του, η δε καθ’ ης, με το από 29/10/2018 κατατεθέν σημείωμά της, ουδόλως αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του αυτούς, αλλά αναφέρθηκε στο εκκαθαρισμένο της απαιτήσεώς της από την επίδικη πιστωτική σύμβαση και επικαλέστηκε τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, ως νομικώς εφαρμοστέα επί των ισχυρισμών του ανακόπτοντος, που όμως δεν σχετιζόταν με τη νομική βάση αυτών και δη επί της συμβατικής απαλλαγής του και της αντικατάστασης του, ως εγγυητή, από τον … (γ) Κατά το άρθρο 450 ΚΠολΔ, κάθε διάδικος οφείλει να επιδείξει τα έγγραφα που χρησιμοποίησε ή επικαλέστηκε στη δίκη (§ 1). Κάθε διάδικος ή τρίτος έχει υποχρέωση να επιδείξει τα έγγραφα που κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, που δικαιολογεί τη μη επίδειξή τους. Σπουδαίος λόγος συντρέχει ιδίως στις περιπτώσεις που επιτρέπεται να αρνηθεί κανείς να μαρτυρήσει (§ 2). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του επόμενου άρθρου 451 § 1 του ιδίου Κώδικα, η επίδειξη, εφόσον υπόχρεος είναι διάδικος, μπορεί να ζητηθεί και με τις προτάσεις. Για την πληρότητα της σχετικής αιτήσεως πρέπει να εκτίθεται ότι το έγγραφο βρίσκεται στα χέρια του αντιδίκου, αφού τούτο αποτελεί προϋπόθεση της υποχρέωσης για επίδειξη, καθώς και να προσδιορίζεται το έγγραφο και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενό του [ΕφΑθ 9135/2005 ΕλλΔνη 49(2008). 866]. Εν προκειμένω, η καθ’ ης δεν απάντησε επί του ορισμένου προφορικού αιτήματος, που υπέβαλε ο ανακόπτων, καταχωρηθέντος στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, με περιεχόμενο όπως επιδείξει συγκεκριμένο και επακριβώς προσδιοριζόμενο ουσιώδες έγγραφο για την απόδειξη του ισχυρισμού του, ήτοι την απόφαση της …, που τον απάλλαξε από την εγγύηση της αρχικής πιστωτικής σύμβασης (ήτοι το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει πλέον στο αρχείο της η καθ’ ης, ως διαχειρίστρια εταιρεία του επίδικου δανείου). Επιπλέον, δεν αμφισβήτησε ειδικώς την κατοχή του εγγράφου αυτού, εφόσον μάλιστα έχει προσκομίσει μέχρι σήμερα στις ανοιγείσες δίκες το σύνολο των λοιπών αποδεικτικών μέσων, που κατέχει, αναφορικά με την επίδικη πιστωτική σύμβαση, ήτοι την τελευταία, τις πρόσθετες πράξεις αυτής και τη νέα σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, που συνάφθηκε το έτος 2014. Εξάλλου, η καθ’ ης δεν αντέκρουσε (καθόσον δεν κατέθεσε προσθήκη) τον ισχυρισμό του ανακόπτοντος, με τις προτάσεις του, ότι, αφού υπέβαλε την από … αίτησή του προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία «…» (που παρελήφθη στις … στο κατάστημα … της εν λόγω τράπεζας), με την οποία της ζήτησε να του παρασχεθεί επίσημο αντίγραφο της συνημμένης επιστολής της 4.7.2007, που εκδόθηκε από την πρώην τράπεζα «…» ή άλλως αντίγραφο της απόφασης, που αφορούσε στο αίτημά του για την απαλλαγή του ως εγγυητή, από τη σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό … επ’ ονόματι της εταιρείας «…», έλαβε την προφορική απάντηση από τους εκεί αρμοδίους υπαλλήλους, ότι το αρχείο της υπόθεσής του (ήτοι και το επίμαχο έγγραφο) βρίσκεται καθ’ ολοκληρίαν πλέον στην καθ’ ης, ως διαχειρίστρια εταιρεία του δανείου. Η καθ’ ης, με τις κατατεθείσες προτάσεις της στην παρούσα δίκη, δεν αρνήθηκε κατ’ ουσίαν τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντος και δη τον ουσιώδη ισχυρισμό του περί απαλλαγής του ως εγγυητή από την αρχική πιστωτική σύμβαση και περί αντικαταστάσεώς του από τον …, αλλά αναφέρθηκε αόριστα στο εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως εναντίον του από την πιστωτική σύμβαση και επικαλέστηκε τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, ως εφαρμοστέα επί των ισχυρισμών του, ενώ, επιπλέον, δεν επικαλέστηκε με τις προτάσεις της (σ. 1 έως 5), ως όφειλε, το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που προσκόμισε και που αφορούν μόνο στην αρχική σύμβαση πίστωσης και στα πρόσθετα σύμφωνα αυτής, καθώς στην κίνηση του τηρηθέντος λογαριασμού της σύμβασης (που δεν αφορούν στον ανακόπτοντα), καθώς και στην από … εξώδικη καταγγελία της, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, απευθύνθηκε μόνο κατά της εταιρείας «…» και του … Από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα και τη συνολική ένδικη συμπεριφορά της καθ’ ης, αποδεικνύεται ότι με γνώση της και δη με άμεσο δόλο, δεν προσκομίζει το έγγραφο που ζητεί ο ανακόπτων, ούτε όμως αντικρούει τον ουσιώδη ισχυρισμό του περί συμβατικής απαλλαγής του από την δοθείσα εγγύηση στην αρχική πιστωτική σύμβαση, αλλά αντιθέτως εμμένει στη διεξαγωγή δικών εναντίον του (προσωρινή διαταγή, ασφαλιστικά μέτρα, ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), επιδιώκοντας την είσπραξη απαίτησης εναντίον του, παρά το γεγονός ότι και με την εκδοθείσα σε βάρος της, ως άνω με αριθ. … απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Δικαστηρίου αυτού, κρίθηκε ήδη ότι ο ανακόπτων δεν ευθύνεται ως εγγυητής. Λαμβάνοντας δε υπόψη το Δικαστήριο, τη μέχρι σήμερα χρονική διάρκεια του δικαστικού αγώνα μεταξύ των διαδίκων, την φύση της ένδικης διαφοράς ως περιουσιακής και τη σοβαρότητα της λήψης μέτρων αναγκαστικής κατάσχεσης σε βάρος της περιουσίας του ανακόπτοντος (καθόσον έχει ήδη κοινοποιηθεί σε βάρος του η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως), την οικονομική κατάσταση των διαδίκων και την κοινωνική κατάσταση του ανακόπτοντος, ο οποίος αποδείχτηκε ότι είναι οικογενειάρχης και χαμηλόμισθος μισθωτός, την επανειλημμένη άρνηση της καθ’ ης να απαντήσει επί του συναφούς αιτήματος και των ουσιωδών ισχυρισμών του ανακόπτοντος (σημειωτέον ότι, μετά την προφορική ανάπτυξη του εν λόγω αιτήματος του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου για την επίδειξη εγγράφου από την πληρεξούσια Δικηγόρο του και τη σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, προς την πληρεξούσια Δικηγόρο της καθ’ ης, η τελευταία ανέφερε ότι έχει ήδη απαντήσει με τις προτάσεις της, δίχως όμως να υφίσταται απάντηση ως προς το επιδεικτέο έγγραφο), το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί χρηματική ποινή, κατ’ άρθρον 205 του ΚΠολΔ, κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος του ανακόπτοντος, ως και ουσιαστικά βάσιμου, ποσού 2.000 ευρώ, σε βάρος της καθ’ ης [και όχι σε βάρος (και) της παρασταθείσας πληρεξούσιας Δικηγόρου της, η οποία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ενήργησε εν προκειμένω κατ’ εντολή της καθ’ ης, δίχως να έχει η ίδια στην κατοχή της το εν λόγω έγγραφο, που βρίσκεται στο αρχείο της καθ’ ης], ποσό που θα περιέλθει στο Δημόσιο, ως δημόσιο έσοδο, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.»