Απόφαση 983 / 2018 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Γ.Β.
Αριθμός 983/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Ναυσικά Φράγκου, Βασιλική Ηλιοπούλου – Εισηγήτρια και Βασιλική Μπαζάκη – Δρακούλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Γ. Δ. του Κ., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο της Δήμητρα Ντουμπά, για αναίρεση της υπ’ αριθ. ΑΤ-1143/2017 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Mε πολιτικώς ενάγοντα τον «ΔΗΜΟ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ», ο οποίος εκπροσωπείται νόμιμα και ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθ. Πρωτ. 6225/12.7.2017 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2017.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση, υπ’ αρ. πρωτ. 6225/12-7-2017, αίτηση-δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αρ. ΑΤ-1143/2017 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ’ εξακολούθηση και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία , ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν Ι. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, «όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον (τρίτον) παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος β) εν γνώσει, υπό την έννοια του άμεσου δόλου, παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση ψευδών γεγονότων μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό, στον οποίο υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται και συμπερασματικά από τη συμπεριφορά του δράστη, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος (ΑΠ 782/2017).
Η κατά τα άνω παραπλάνηση του άλλου πραγματώνεται, με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους (παράσταση – απόκρυψη – παρασιώπηση) που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και από τους οποίους οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς δια παραλείψεως, με την παράλειψη δηλαδή ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοίνωσης από τον νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου (ΑΠ 648/2014, ΑΠ 210/2012, ΑΠ 833/2016). Η πράξη εξαπάτησης πρέπει να κατευθύνεται στην πρόκληση ή διατήρηση πλάνης σε άλλον . Με την έκφραση <<διατήρηση πλάνης >> δεν εννοείται κατ’ ακριβολογία η διατήρηση μιας αρχικά υφιστάμενης αμετάβλητης παράστασης, αλλά παράλειψη του δράστη να αποτρέψει ή να άρει επιγενόμενη πλάνη , οφειλόμενη στο ότι ο διαθέτων θεωρεί υφιστάμενη μία κατάσταση, η οποία όμως στην πραγματικότητα έχει εν τω μεταξύ μεταβληθεί . Χρόνος τέλεσης του εγκλήματος της απάτης θεωρείται, ενόψει του άρθρου 17 ΠΚ, ο χρόνος , κατά τον οποίο ο δράστης , με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, προβαίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν τους υπαλλακτικώς μικτούς τρόπους τέλεσης της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος, που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια, παράλειψη η ανοχή του παραπλανηθέντα(ΑΠ 75/2016 , ΑΠ 833/2016) .
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 98 Π.Κ. προκύπτει, ότι κατ` εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της απόφασης για την τέλεσή τους (ΑΠ 613/2015, ΑΠ 1309/2015). Έτσι, προκειμένου περί απάτης, τότε μόνο υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της απόφασης προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ` εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη απάτης και όχι περισσότερες εξακολουθητικώς τελούμενες, όταν συνεπεία της άπαξ προκληθείσας πλάνης, ο εξαπατηθείς προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές ) επιζήμιες πράξεις (ΑΠ 1037/2013, ΑΠ 613/2015). Έτσι, επί απάτης που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος, συνιστάμενες στη χωρίς υποχρέωση καταβολή ενός επιδόματος ή μισθού δεν συντρέχει περίπτωση κατ’ εξακολούθηση τέλεσης της απάτης, αφού, για να υπάρξει εξακολουθούν έγκλημα, θα πρέπει να διαπράττεται κάθε φορά μια νέα αυτοτελής απάτη. Εξάλλου, όταν η εξαπάτηση είναι το αποτέλεσμα της θετικής ενέργειας της ψευδούς παράστασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεχίζεται με τη μορφή της παράλειψης άρσης της πλάνης του θύματος, ως ένα δήθεν έγκλημα μη γνήσιας παράλειψης. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη μετατροπή κάθε στιγμιαίου εγκλήματος σε διαρκές και κάθε εγκληματική ενέργεια σε σύνθετη συμπεριφορά (ενέργειας και παράλειψης), που έχει ως συνέπεια η διάπραξή της να διαρκεί για όσο χρονικό διάστημα δεν επέρχονται ακόμη τα τελικά αποτελέσματά τους. Έτσι, σε περίπτωση που η πλάνη του θύματος και η περιουσιακή διάθεση, την οποία επιχειρεί, προκαλείται με θετική ενέργεια, η παράλειψη άρσης αυτής της διάθεσης είναι ποινικά αδιάφορη. Δεν δημιουργείται δε υποχρέωση άρσης της ήδη επελθούσας πλάνης που οδηγεί σε διαδοχικές διαθέσεις και διαδοχικές επιζήμιες συνέπειες, που αντιστοιχούν στο συνολικό όφελος, στο οποίο απέβλεπε ο δράστης με την άπαξ επιδειχθείσα απατηλή συμπεριφορά του, και που εντάσσονται σε ένα και το αυτό έγκλημα απάτης , με το οποίο δεν δημιουργείται κάποιος άλλος κίνδυνος για κάποιο άλλο αγαθό αλλά είναι το ίδιο περιουσιακό αγαθό του τρίτου με το ίδιο υλικό αντικείμενο που πλήττεται στην ίδια έκταση, δηλ. στο ίδιο ποσό, στο οποίο εξ αρχής απέβλεψε ο δράστης ως περιουσιακό όφελος. Διαφορετική εκδοχή θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση που η περιουσιακή διάθεση και η εξ αυτής βλάβη δεν επέρχεται ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση της παραπλανητικής συμπεριφοράς και την εξ αυτής προκληθείσα πλάνη αλλά μεταγενέστερα, να δημιουργείται, από το χρονικό σημείο της επελθούσας πλάνης, αμέσως υποχρέωση του δράστη, λόγω προηγούμενης επικίνδυνης κατάστασης που ο ίδιος δημιούργησε, να αποτρέψει την περιουσιακή διάθεση, στην οποία όμως απέβλεπε με την αμέσως προηγηθείσα συμπεριφορά του.)
ΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της (ΑΠ 8/2017, ΑΠ 226/16). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες τέλεσής του , διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ’ αυτή, εκτός εάν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος , όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), όπως π.χ στην ψευδορκία, ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού περαιτέρω (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) (ΑΠ 66/2017, ΑΠ 122/2016), οπότε η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως (ΑΠ 290/2016).
III. Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε’ του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΟΛ ΑΠ 2/2011, ΑΠ 75/2016).
IV. Στην προκείμενη περίπτωση, το δικάσαν κατ’ έφεση, Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. ΑΤ-1143/2017 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ’ είδος, αποδείχθηκαν τα εξής: <<ότι η εκκαλούσα, στον …, κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2010 έως και 23.12.2014, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, έχοντας σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Ειδικότερα, η εκκαλούσα στις 2-10-2000 προσλήφθηκε ως εργάτρια εσωτερικής εργασίας (καθαρίστρια) στην Δημοτική Επιχείρηση του Δήμου Κορυδαλλού και στη συνέχεια, την 1-4-2010 μεταφέρθηκε στον Δήμο Κορυδαλλού, δυνάμει της υπ’ αριθ. 425/23-11-2009 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ με αριθμό …/24-3-2010 . Με την προσκόμιση δε, στις 28-12-2002 [οπότε και προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την Δημοτική Επιχείρηση Έργων Πολιτισμού Ανάπτυξης Προβολής επικοινωνίας Κορυδαλλού (ΔΕΕΠΑΠΕΚ), η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε ΔΗΚΕΚΟ, ως υπάλληλος γραφείου-γραμματέας, δηλαδή διοικητική υπάλληλος], του πλαστού από 24-6-1975 απολυτηρίου από το Ανδρεάδειον Ναυτικόν Γυμνάσιον Βροντάδου Χίου, στο οποίο βεβαιώνεται ότι αυτή απολύθηκε από την ΣΤ’ τάξη του ανωτέρω σχολείου, το οποίο είναι πλαστό γιατί ουδέποτε εκδόθηκε από το γυμνασιάρχη και τους καθηγητές του ανωτέρω γυμνασίου, παρέστησε ψευδώς στο Δήμο Κορυδαλλού, προκειμένου να καλύψει προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ), ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ότι έχει αποφοιτήσει από το εξατάξιο γυμνάσιο, ενώ η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε ολοκλήρωσε το εξατάξιο γυμνάσιο, αφού εγκατέλειψε τις σπουδές της στην ΣΤ’ τάξη, προκειμένου να παντρευτεί και επομένως τα τυπικά της προσόντα είναι αυτά υπαλλήλου υποχρεωτικής και όχι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Με την ανωτέρω ψευδή παράσταση έπεισε το Δήμο Κορυδαλλού να την τοποθετήσει σε προσωρινή προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλο κατηγορίας ΔΕ, ενώ τα τυπικά της προσόντα ήταν υπαλλήλου ΥΕ, με αποτέλεσμα να της καταβάλει το μεγαλύτερο μισθό που προβλέπεται για τον υπάλληλο ΔΕ σε σχέση με τον υπάλληλο ΥΕ, η διαφορά του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 7.333 ευρώ και αφορά όλο το χρονικό διάστημα από 28-12-2002 έως και 23-12-2014, οπότε η κατηγορουμένη τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία, ποσό κατά το οποίο ζημιώθηκε ο Δήμος Κορυδαλλού και ωφελήθηκε παράνομα η κατηγορουμένη. Εξάλλου, ο ισχυρισμός περί παραγραφής, της αποδιδόμενης στην εκκαλούσα αξιόποινης πράξης της απάτης κατ’ εξακολούθηση, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, καθόσον, εν προκειμένω, από το χρόνο τέλεσης της πράξης, ήτοι από τις απατηλές διαβεβαιώσεις στο Δήμο Κορυδαλλού – στον οποίο, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η εκκαλούσα μεταφέρθηκε την 1-4-2010 – ότι τυγχάνει κάτοχος τίτλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και δη του ανωτέρω αναφερομένου απολυτηρίου εξατάξιου Γυμνασίου, έως και την αμετάκλητη παραπομπή της εκκαλούσας στο ακροατήριο (31-3-2015) δεν παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας και επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1, 3, 112 και 113 ΠΚ, δεν επήλθε εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής. Περαιτέρω, πρέπει να αναγνωρισθεί ως συντρέχουσα στο πρόσωπο της εκκαλούσας, η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β ΠΚ….>> Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη του ότι : << Στον …, κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2010 έως και 23.12.2014, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, έχοντας σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Ειδικότερα, κατά τον άνω τόπο και χρόνο, με την προσκόμιση του πλαστού από 24-6-1975 απολυτηρίου από το Ανδρεάδειον Ναυτικόν Γυμνάσιον Βροντάδου Χίου, στο οποίο βεβαιώνεται ότι αυτή απολύθηκε από την ΣΤ’ τάξη του ανωτέρω σχολείου (τμήμα κλασσικό), το οποίο είναι πλαστό γιατί ουδέποτε εκδόθηκε από το γυμνασιάρχη και τους καθηγητές του ανωτέρω γυμνασίου (καθώς αφενός μεν τα αναγραφόμενα σε αυτό στοιχεία του αριθμού μαθητολογίου (89), του αριθμού βιβλίου πιστοποιητικών σπουδών (221), του αύξοντα αριθμού εγγραφής στο Δημοτολόγιο Δήμου Βροντάδου (1812/3), του αριθμού πιστοποιητικού του Δήμου Βροντάδου (4756/17-6-1969) και του αριθμού απολυτήριου (124) ανήκουν σε άλλη μαθήτρια και αφορούν ενδεικτικό άλλου, αφετέρου δε η κατηγορουμένη δεν συμπεριλαμβάνεται στους απολυμένους της ΣΤ’ τάξης Κλασσικής Κατεύθυνσης του έτους σχολικού έτους 1974-1975), παρέστησε ψευδώς στο Δήμο Κορυδαλλού, στον οποίο μεταφέρθηκε ως πλεονάζον προσωπικό από τη Δημοτική Επιχείρηση ΔΗΚΕΚΟ, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/23-11-2009 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 237/24-4-2010, προκειμένου να καλύψει προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ), ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ότι έχει αποφοιτήσει από το εξατάξιο γυμνάσιο, ενώ η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε ολοκλήρωσε το εξατάξιο γυμνάσιο, αφού εγκατέλειψε τις σπουδές της στην ΣΤ’ τάξη, προκειμένου να παντρευτεί και επομένως τα τυπικά της προσόντα είναι αυτά υπαλλήλου υποχρεωτικής και όχι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Με την ανωτέρω ψευδή παράσταση έπεισε το Δήμο Κορυδαλλού να την τοποθετήσει σε προσωρινή προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλο κατηγορίας ΔΕ, ενώ τα τυπικά της προσόντα ήταν υπαλλήλου ΥΕ, με αποτέλεσμα να της καταβάλει το μεγαλύτερο μισθό που προβλέπεται για τον υπάλληλο ΔΕ σε σχέση με τον υπάλληλο ΥΕ, η διαφορά του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 7.333 ευρώ και αφορά όλο το χρονικό διάστημα από 28-12-2002 έως και 23-12-2014, οπότε η κατηγορουμένη τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία, ποσό κατά το οποίο ζημιώθηκε ο Δήμος Κορυδαλλού και ωφελήθηκε παράνομα η κατηγορουμένη>>.
V. Με αυτά όμως που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, στέρησε την απόφασή του από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και παραβίασε εκ πλαγίου τις εφαρμοσθείσες ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 και 386 του ΠΚ, διότι, ενώ δέχεται ότι η πράξη της απάτης τελέσθηκε κατ` εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, δεν εκθέτει εάν η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της απάτης πληρώθηκε αντίστοιχες φορές και αφήνει αδιευκρίνιστο αν κάθε επιζήμια περιουσιακή διάθεση κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του παθόντος, που έχει προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ή μήπως, συνεπεία της άπαξ επελθούσας πλάνης, ο παθών προέβη σε διαδοχικές απλώς επιζήμιες ενέργειες, οπότε δεν τίθεται θέμα κατ` εξακολούθηση τέλεσης της απάτης (ΑΠ 840/2007, ΑΠ 930/2009 ). Η ασάφεια περί του εάν πρόκειται για κατ’ εξακολούθηση απάτη επιτείνεται και από το γεγονός ότι, ενώ ως χρόνος τέλεσης της απάτης κατ’ εξακολούθηση φέρεται το χρονικό διάστημα από 1.4.2010 έως και 23.12.2014, στην προσβαλλόμενη απόφαση η ζημιά του Δήμου υπολογίζεται από τις 28-12-2002, δηλ. από την πρόσληψη της κατ/νης με βάση το προσκομισθέν πλαστό απολυτήριο, σαν να πρόκειται για άπαξ τελεσθείσα απάτη (το έτος 2002) με διαδοχικές επιζήμιες συνέπειες, το συνολικό ποσό των οποίων ανέρχεται στο αναφερόμενο στην απόφαση. Επίσης, σχετικά με το χρόνο τέλεσης της επιμέρους πράξης της 1ης -4-2010, και ενόψει και της προταθείσας ένστασης παραγραφής ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, δεν διευκρινίζεται εάν κατ’ αυτόν τον χρόνο έλαβε χώρα κάποια χωριστή παραπλανητική συμπεριφορά της κατηγορουμένης ή εάν αυτός είναι ο χρόνος, κατά τον οποίο τα όργανα του Δήμου προέβησαν στην πράξη και μόνο της τοποθέτησής της σε συγκεκριμένη θέση, ως αποτέλεσμα πλάνης προκληθείσας από απατηλή συμπεριφορά αυτής που ολοκληρώθηκε σε προγενέστερο χρονικό διάστημα, όπως π.χ. της λήψης της απόφασης από το ΔΣ για μεταφορά του πλεονάζοντος προσωπικού ή της δημοσίευσης στο ΦΕΚ ή σε ακόμα προγενέστερο χρόνο. Τούτο δε διότι, όπως προαναφέρθηκε, χρόνος τέλεσης της απάτης είναι ο χρόνος που ολοκληρώθηκε η απατηλή συμπεριφορά και είναι αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος, που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια του παθόντος Δήμου.
Έτσι όμως καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής εφαρμογής του νόμου και δη των προπαρατεθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων .
Κατόπιν τούτων, κατά παραδοχή ως βάσιμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγου της υπό κρίση αίτησης και αφού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές .εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (519 ΚΠΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αρ. ΑΤ-1143/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως .
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαΐου 2018.