Το ποινικό δικαστήριο πρέπει να ελέγχει αν η προβλεπόμενη απόλυτη απαγόρευση δικονομικής αξιοποίησης παράνομων αποδεικτικών μέσων είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρ. 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, ώστε, εξαιρουμένων των περιπτώσεων χρήσεως των αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατόπιν βασανιστηρίων ή άλλης προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, να κάμπτεται ο κανόνας του άρ. 19 παρ. 3 του Συντάγματος περί μη χρήσεως των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, είτε κατά είτε υπέρ του κατηγορουμένου, όταν π.χ. αυτά αποτελούν το μόνο προτεινόμενο από τον κατηγορούμενο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη της αθωότητάς του, υπό τον περιορισμό της αρχής της αναλογικότητας. Η χρήση παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου εις βάρος του κατηγορουμένου, χωρίς να συντρέχουν οι ανωτέρω περιπτώσεις εξαίρεσης της εξαίρεσης, έχει ως συνέπεια την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι προσβάλλει το δικαίωμα υπερασπίσεώς του, ενώ, όταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος ζητήσει να χρησιμοποιήσει το εν λόγω αποδεικτικό μέσο και το δικαστήριο το απαγορεύσει παρά την συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων, προκαλείται σχετική ακυρότητα. Γίνεται δεκτό το αίτημα ανάγνωσης εγγράφου στο οποίο περιέχεται η απομαγνητοφώνηση των καταγραφεισών από τους κατηγορουμένους ιδιωτικών συνομιλιών τους με τρίτο πρόσωπο, λαμβανομένου υπόψιν ότι οι εν λόγω ιδιωτικές συνομιλίες δεν ανάγονται στην σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής του τελευταίου, αλλά πραγματοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, που υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική, διότι, ανεξαρτήτως του τρόπου λήψεως των συνομιλιών, το σχετικό έγγραφο αποτελεί το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο που έχουν στην διάθεσή τους οι κατηγορούμενοι, θεωρείται δε ότι θα συμβάλει στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας προς όφελός τους, ενώ αντιθέτως η απαγόρευση αξιοποίησής του θα προσέβαλλε το υπερασπιστικό τους δικαίωμα και το απόλυτο αγαθό της ανθρώπινης αξίας τους.
Ποινικά Χρονικά, Νοέμβριος (9) 2018, σελ. 717.